ἀτρύγητος

From LSJ
Revision as of 15:00, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

τοῖς πράγμασιν γὰρ οὐχὶ θυμοῦσθαι χρεών· μέλει γὰρ αὐτοῖς οὐδέν· ἀλλ' οὑντυγχάνων τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ, πράξει καλῶς → It does no good to rage at circumstance; events will take their course with no regard for us. But he who makes the best of those events he lights upon will not fare ill.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀτρῠγητος Medium diacritics: ἀτρύγητος Low diacritics: ατρύγητος Capitals: ΑΤΡΥΓΗΤΟΣ
Transliteration A: atrýgētos Transliteration B: atrygētos Transliteration C: atrygitos Beta Code: a)tru/ghtos

English (LSJ)

ον, = ἀτρυγής (not gathered), Arist. Pr. 925b15 ; ἀ. γενήματα PGnom. 233 (ii AD).

Spanish (DGE)

-ον
no recogido, no recolectado αἱ ῥᾶγες τετρυγημέναι ... γλυκύτεραί εἰσιν ἢ τῶν ἀτρυγήτων Arist.Pr.925b15, ἀ. γενήματα PGnom.104 (II d.C.).

German (Pape)

[Seite 389] dasselbe, dem τετρυγημένος entggstzt, Arist. probl. 20, 23.

Greek (Liddell-Scott)

ἀτρύγητος: -ον, ὁ μὴ τετρυγημένος, ἐπὶ σταφυλῶν, Ἀριστ. Προβλ. 20. 23. 1· ἀτρῠγής, ές, Ἀνθ. Π. 7. 622.

Greek Monolingual

και άτρυγος, -η, -ο (AM ἀτρύγητος, -ον)
(για αμπέλια) αυτός που δεν τρυγήθηκε
νεοελλ.
1. (για διάφορα κτήματα και κυψέλες) εκείνος του οποίου δεν συγκομίστηκε ο καρπός
2. εκείνος τον οποίο δεν γεύθηκε ή δεν απόλαυσε κάποιος («ατρύγητη ομορφιά»).

Russian (Dvoretsky)

ἀτρύγητος: Arst. = ἀτρυγής.