ἐκλήγω
ἐπεὰν νῶτον ὑὸς δελεάσῃ περὶ ἄγκιστρον, μετιεῖ ἐς μέσον τὸν ποταμόν, ὁ κροκόδειλος ἵεται κατὰ τὴν φωνήν, ἐντυχὼν δὲ τῷ νώτῳ καταπίνει → when he has baited a hog's back onto a hook, he throws it into the middle of the river, ... the crocodile lunges toward the voice of a squealing piglet, and having come upon the hogback, swallows it
English (LSJ)
cease utterly, δακρυρροοῦσα S.El.1312: abs., Herod.3.87.
Spanish (DGE)
desistir de c. part. δακρυρροοῦσα S.El.1312
•abs. cesar Herod.3.87.
German (Pape)
[Seite 767] ganz aufhören, τινός Soph. El. 1304.
French (Bailly abrégé)
f. ἐκλήξω;
cesser, renoncer à, gén..
Étymologie: ἐκ, λήγω.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκλήγω: μέλλ. -ξω, παύομαι, δακρυρροοῦσα Σοφ. Ἠλ. 1312.
Greek Monolingual
ἐκλήγω (Α)
παύω πλέον («oὔ ποτ' ἐκλήξω χαρᾷ δακρυρροοῦσα» — δεν θα πάψω να χύνω δάκρυα χαράς, Σοφ.).
Greek Monotonic
ἐκλήγω: μέλ. -ξω, σταματώ, παύω τελείως, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἐκλήγω: переставать, прекращать: οὐκ ἐκλήξω χαρᾷ δακρυρροοῦσα Soph. я не смогу удержать слез радости.