ἐκπυρσεύω
τὸ ἐγδοχῖον τοῦ ὕδατος καὶ τὰ ἐν τῆι πόλει ὑδραγώγια → the water reservoir and the conduits in the city (or on the acropolis)
English (LSJ)
A kindle, inflame: metaph., in Pass., τὴν ἐπιθυμίαν ὑπὸ φιλοσοφίας S.E.M.11.179 (Pass.). II give signals by a beaconlight, J.BJ4.10.5. III give out flame, τεῖχος ἐ. φλόγα ib.7.8.5.
Spanish (DGE)
1 desprender, emitir φλόγα πολλήν de unas antorchas, I.BI 7.316
•abs. emitir luz, alumbrar del faro de Alejandría, I.BI 4.613, cf. 5.169.
2 fig. inflamar, encender c. ac. adverb. Ἵμερος ... ἐκπυρσεύων ἀμήχανον el Deseo lanzando un fuego irresistible Him.9.19, en v. pas. c. ac. de rel. τὴν ψυχὴν ἐξεπυρσεύθη Longus 1.15.1, ἐκπυρσεύεται ... τὴν ἐπιθυμίαν ὑπὸ τῆς Περιπατητικῆς φιλοσοφίας S.E.M.11.179.
German (Pape)
[Seite 777] ein Feuerzeichen geben, von Leucht-oder Wachtthürmen, τινί, Ios.; übertr., in heftige Leidenschaft setzen, Sext. Emp. adv. math. 4, 179 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκπυρσεύω: ἀνάπτω, φλέγω, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 11. 179, ἐν τῷ παθ. ΙΙ. κάμνω σημεῖον διὰ πυρῶν, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 4. 10, 5.
Greek Monolingual
ἐκπυρσεύω (AM)
ανάβω, καίω
αρχ.
1. κάνω σημάδια με πυρσούς
2. (για φλόγα) εκπέμπω.
Russian (Dvoretsky)
ἐκπυρσεύω: зажигать, pass. воспламеняться: ἐκπυρσεύεσθαι τὴν ἐπιθυμίαν Sext. загораться страстью.