ἐκμαλάσσω

From LSJ
Revision as of 15:30, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκμᾰλάσσω Medium diacritics: ἐκμαλάσσω Low diacritics: εκμαλάσσω Capitals: ΕΚΜΑΛΑΣΣΩ
Transliteration A: ekmalássō Transliteration B: ekmalassō Transliteration C: ekmalasso Beta Code: e)kmala/ssw

English (LSJ)

Att. ἐκμαλάττω, relax, weaken, τὰ σώματα Plu.Fr.20.1; soften, mollify, τραχύτητας γλώσσης Dsc.Eup.2.17: metaph., ὀργήν τινος J.AJ2.6.8.

Spanish (DGE)

(ἐκμᾰλάσσω) • Alolema(s): át. -ττω
I 1medic. reblandecer, ablandar, molificar γλώσσης δὲ τραχύτητας ἐκμαλάσσει ἡδύοσμον Dsc.Eup.2.17, οἱ δὲ ὄλυνθοι ... καταπλασθέντες πᾶσαν συστροφὴν καὶ χοιράδας ἐκμαλάσσουσιν Dsc.1.128.5, cf. 3.136.2, Orib.Ec.75.3, Gp.12.15.2, en v. pas. τὸ ῥᾳδίως ἐκμαλάττεσθαι τὰ κῶλα Gal.6.160, (τὰ γαγγλία) ἃ ... κηρώμασιν ἐκμαλασσόμενα καθίσταται Gal.14.786.
2 gener. ablandar, fundir en v. pas. ὁ σίδηρος Gr.Nyss.Infant.95.13.
II fig. y sent. moral
1 aliviar, calmar, amansar τὴν ὀργήν I.AI 2.159, ὅταν ... ἐκμαλάσσωμεν τοῖς λόγοις ... τοὺς ἀκροατάς Hdn.Fig.33, cf. Gr.Naz.M.37.841A, Gr.Nyss.V.Mos.55.22, Anon.Arian.Virg.61, τὸ τραχὺ κριτήριον ἐκμαλάσσει πρὸς ἀγαθότητα mitiga la severa sentencia haciéndola benigna Ast.Am.Hom.3.2.1, οἷον ἐλαίῳ ἐκμαλάσσων ταῖς παραινέσεσι Gr.Nyss.M.46.313A, en v. pas. ἡ πόλις δὲ ... εὐθὺς ἐκμαλάσσεται, ὥσπερ σίδηρος ἐμπύροις κινήμασι Gr.Naz.M.37.1131A.
2 debilitar, enervar τὰ σώματα ἀνίησιν ἡ ἡδονή, καθ' ἡμέραν ἐκμαλάττουσα ταῖς τρυφαῖς Plu.Fr.116, τὰς ψυχὰς τῶν ἀνθρώπων Basil.M.30.821A.

German (Pape)

[Seite 768] erweichen; ὀργήν Ios.; übh. = verweichlichen, τὰ σώματα, Plut. Stob. flor. 6, 42.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκμᾰλάσσω: Ἀττ. -ττω, μαλακύνω, μαλάσσω καλῶς, Πλούτ. παρὰ Στοβ. 81. 5.

Greek Monolingual

ἐκμαλάσσω και αττ. τ. ἐκμαλάττω (Α)
1. μαλάσσω καλά, μαλακώνω και καθιστώ απαλό κάτι τρίβοντάς το με τα χέρια
2. καθιστώ κάποιον μαλθακό
3. κατευνάζω, ηρεμώ.

Russian (Dvoretsky)

ἐκμᾰλάσσω: атт. ἐκμαλάττω досл. размягчать, перен. изнеживать (σώματα Plut.).