ἐνετός
τί ἦ μοι ταῦτα περὶ δρῦν ἢ περὶ πέτρην → but what is this to me, about an oak or a rock | but what are these things about a tree or a rock to me | why all this about trees and rocks | why all this about what we have nothing to do with | but why am I off on this tangent
English (LSJ)
ή, όν, A inserted, σκυταλίδες J.AJ3.6.5; for injection, τροχίσκοι Paul.Aeg.7.12 (v.l. ἐνετικῶν.) II suborned, X.Cyr.1.6.19, An.7.6.41, App.BC1.22, Mith.59.
Spanish (DGE)
-όν
• Alolema(s): ἔνετος I.AI 3.136
1 de pers. comprado, instigado, inducido a hablar por dinero ἄλλοι δ' ἐνετοὶ λέγοντες X.Cyr.1.6.19, cf. App.BC 1.22
•subst. ἐκβοησάντων δὲ τῶν ἐνετῶν ὅτι ... App.Mith.59
•c. ὑπό y gen. Πολυκράτης ... εἶπεν ἐ. ὑπὸ Ξενοφῶντος X.An.7.6.41, cf. Men.Fr.537.2.
2 de cosas inserto δι' αὐτῶν ἔνετοι σκυταλίδες I.AI l.c.
3 medic. que se introduce, que se administra por el ano, de medicamentos, Paul.Aeg.7.12.1.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
introduit dans ; aposté, suborné.
Étymologie: ἐνίημι.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνετός: -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ ἐνίημι, ἐγκεχυμένος, Ἰατρ. ΙΙ. κατασκευαστός, ψευδής, ἐγκάθετος, «βαλμένος», κατηγόρους ἐνετοὺς ἐπὶ τοὺς πλουσίους ἐπήγοντο Ἀππ. Ἐμφυλ. 1. 22, Μιθρ. 59, καὶ πιθαν. γραφ. ἐν Ξενοφ. Ἀν. 7. 6, 41 ἐνετὸς ὑπὸ Ξενοφῶντος ἀντὶ ἀναστὰς ὑπὲρ Ξ. ὡς διωρθώθη ἤδη.
Greek Monolingual
ἐνετός, -ή, -όν (AM) ἐνίημι
1. αυτός που παρεμβάλλεται, παρέμβλητος
2. αυτός που διαχέεται μέσα σε κάτι
3. βαλτός, εγκάθετος.
Russian (Dvoretsky)
ἐνετός: [adj. verb. к ἐνίημι подосланный (ὑπό τινος Xen. - v.l. ἀναστάς).