ἐριστάφυλος

From LSJ
Revision as of 15:45, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

ἧς ἂν ἐπ' ἐλάχιστον ἀρετῆς πέρι ἢ ψόγου ἐν τοῖς ἄρσεσι κλέος ᾖ → of whom there is least talk either for praise or blame, of whom there is least notoriety among the men either for praise or blame

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐριστάφῠλος Medium diacritics: ἐριστάφυλος Low diacritics: εριστάφυλος Capitals: ΕΡΙΣΤΑΦΥΛΟΣ
Transliteration A: eristáphylos Transliteration B: eristaphylos Transliteration C: eristafylos Beta Code: e)rista/fulos

English (LSJ)

[ᾰ], ον, of wine, A made of fine grapes, Od.9.111,358. II rich in grapes, of Lesbos, Archestr.Fr.56.9; of Bacchus, AP9.580.6, Nonn.D.12.251.

German (Pape)

[Seite 1031] groß-, reichtraubig, οἶνος, Od. 9, 111. 358; Λέσβος, das traubenreiche, Archestr. bei Ath. II, 92 e.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
fait avec de grosses grappes de raisin.
Étymologie: ἐρι-, σταφυλή.

Greek (Liddell-Scott)

ἐριστάφυλος: -ον, ὡς ἐπίθετον τοῦ οἴνου, ἄμπελοι αἵ τε φέρουσιν οἶνον ἐριστάφυλον, «ἐκ τελείου καρποῦ τῆς σταφυλῆς γινόμενον» (Σχολ.), ἢ ἀπὸ μεγάλων σταφυλῶν, Ὀδ. Ι. 111, 358. ΙΙΙ. πλούσιος εἰς σταφυλάς, ἐπὶ τῆς Λέσβου, Ἀρχέστρ. παρ’ Ἀθην. 92Ε. ὡς ἐπίθ. τοῦ Βάκχου Ἀνθ. Π. 9. 580. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ἐριστάφυλον· καλλιστάφυλον· πολύν. ἢ τὸν ἐξ εὐγενοῦς σταφυλῆς ἢ μεγάλης».

English (Autenrieth)

(σταφυλή): largeclustered, οἶνος, Od. 9.111, 358.

Greek Monolingual

ἐριστάφυλος, -ον (Α)
1. (για κρασί) αυτός που είναι παρασκευασμένος από μεγάλα, ωραία σταφύλια
2. (για τόπο) αυτός που είναι πλούσιος σε σταφύλια
3. επίθ. του Διονύσου («ἐρισταφύλῳ Βάκχῳ», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερι- (επιτ. μόριο) + σταφυλή.

Greek Monotonic

ἐριστάφῠλος: -ον (στᾰφῠλή)·,
I. λέγεται για το κρασί, φτιαγμένος από διαλεχτά σταφύλια, σε Ομήρ. Οδ.
II. πλούσιος, άφθονος σε σταφύλια, λέγεται για τον Βάκχο, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἐριστάφῠλος:
1) добываемый из крупных гроздьев (οἶνος Hom.);
2) богатый виноградными гроздьями (Βάκχος Anth.).

Middle Liddell

ἐρι-στάφῠλος, ον [στᾰφῠλή]
I. of wine, made of fine grapes, Od.
II. rich in grapes, of Bacchus, Anth.