ἑκηβολία

From LSJ
Revision as of 15:50, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

πρὸ συντριβῆς ἡγεῖται ὕβριςpride goeth before destruction, pride comes before a fall, pride goes before a fall, pride goeth before a fall, pride wenteth before a fall, pride cometh before a fall, pride comes before the fall

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑκηβολία Medium diacritics: ἑκηβολία Low diacritics: εκηβολία Capitals: ΕΚΗΒΟΛΙΑ
Transliteration A: hekēbolía Transliteration B: hekēbolia Transliteration C: ekivolia Beta Code: e(khboli/a

English (LSJ)

Ep. ἑκηβολίη, ἡ, skill in archery, Il.5.54 (pl.): later in sg., Call. Ap.99,Str.8.3.33, AP6.26 (Jul.).

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
• Alolema(s): -ίη Call.Ap.99, Nonn.D.29.81
disparo desde lejos o disparo certero con el arco Il.5.54, ἑ. ... χρυσέων τόξων Call.l.c., αἱ ... ξυναὶ ... ἑκαβολίαι Call.Lau.Pall.112, σκολιαὶ ... ἑκηβολίαι AP 7.29 (Antip.Sid.), cf. Str.8.3.33, (θεός) ταῖς ἑκηβολίαις ἀπολεῖ τοὺς δυσμενεῖς Ph.2.127, ἴαλλε σφῇσιν ἑκηβολίῃσιν Q.S.11.442, φονίη ἑ. Nonn.l.c., cf. D.37.746, Sopat.Rh.ad Hermog.4.p.765, AP 6.26 (Iul.Aegypt.), 6.75 (Paul.Sil.), δολιχὴ ... ἑ. AP 16.173 (Iul.Aegypt.).

German (Pape)

[Seite 759] ἡ, die Kunst, weit zu schießen u. zu treffen, Il. 5, 54, im plur., u. Sp., wie Strab. VIII, 357 u. Anth.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
l'art de lancer de loin ou au loin.
Étymologie: ἑκηβόλος.

Greek (Liddell-Scott)

ἑκηβολία: ἡ, τὸ ἑκηβολεῖν, οὐδὲ ἑκηβολίαι Ἰλ. Ε. 54, Ἀνθ. Π. 6. 26· «ἑκηβολίαι· προέσεις τῶν βελῶν, μακροβολίαι» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

ἑκηβολία, η (Α)
η τέχνη ή ικανότητα να ρίχνει εύστοχα κανείς (τόξο κ.λπ.) από μακριά.

Greek Monotonic

ἑκηβολία: ἡ, η ικανότητα, η τέχνη της τοξευτικής, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

ἑκηβολία: ἡ преимущ. pl. искусство дальней или меткой стрельбы Hom., Anth.

Middle Liddell


skill in archery, Il. [from ἑκηβόλος