ἔκβρωμα
τί δὲ βλέπεις τὸ κάρφος τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ τοῦ ἀδελφοῦ σου, τὴν δὲ ἐν τῷ σῷ ὀφθαλμῷ δοκὸν οὐ κατανοεῖς → why do you look at the speck of sawdust in your brother's eye and pay no attention to the plank in your own eye | and why beholdest thou the mote that is in thy brother's eye, but considerest not the beam that is in thine own eye | why do you see the speck that is in your brother's eye, but don't consider the beam that is in your own eye
English (LSJ)
ατος, τό, anything eaten out, πρίονος ἔ. saw-dust, S.Tr. 700(pl.); piece eaten away, Arist.HA625a9.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
viruta, serrín πρίονος ἐκβρώματ' S.Tr.700, cf. Arist.HA 625a9.
German (Pape)
[Seite 755] τό, das Ausgefressene, übertr. πρίονος Soph. Tr. 700, Schol. πρίσμα, Sägespäne. Vgl. Arist. H. A. 9, 40 (p. 625 a 9).
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
entaille (faite par une scie).
Étymologie: ἐκ, βιβρώσκω.
Greek (Liddell-Scott)
ἔκβρωμα: τό, τὸ καταβιβρωσκόμενον, πρίονος ἐκβρώματ’, «πριονίδια», Σοφ. Τρ. 700· ἐν Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 9. 40, 23, φαίνεται ὅτι σημαίνει πρᾶγμα ἐξ οὗ βιβρώσκει τις.
Greek Monolingual
ἔκβρωμα, το (Α)
1. κάτι από το οποίο τρώγεται ένα μέρος
2. φρ. «πρίονος ἐκβρώματα» — πριονίδια.
Greek Monotonic
ἔκβρωμα: -ατος, τό (ἐκβιβρώσκω), οτιδήποτε κατατρώγεται, πρίονος ἔκβ., «πριονίδια», σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἔκβρωμα: ατος τό досл. выеденное, разъеденное, перен. опилки Soph., Arst.
Middle Liddell
ἔκβρωμα, ατος, τό, ἐκβιβρώσκω
anything eaten out, πρίονος ἔκβ. saw- dust, Soph.