ἔκβρωμα

From LSJ
Revision as of 17:05, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

τί δὲ βλέπεις τὸ κάρφος τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ τοῦ ἀδελφοῦ σου, τὴν δὲ ἐν τῷ σῷ ὀφθαλμῷ δοκὸν οὐ κατανοεῖς → why do you look at the speck of sawdust in your brother's eye and pay no attention to the plank in your own eye | and why beholdest thou the mote that is in thy brother's eye, but considerest not the beam that is in thine own eye | why do you see the speck that is in your brother's eye, but don't consider the beam that is in your own eye

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔκβρωμα Medium diacritics: ἔκβρωμα Low diacritics: έκβρωμα Capitals: ΕΚΒΡΩΜΑ
Transliteration A: ékbrōma Transliteration B: ekbrōma Transliteration C: ekvroma Beta Code: e)/kbrwma

English (LSJ)

ατος, τό, anything eaten out, πρίονος ἔ. saw-dust, S.Tr. 700(pl.); piece eaten away, Arist.HA625a9.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
viruta, serrín πρίονος ἐκβρώματ' S.Tr.700, cf. Arist.HA 625a9.

German (Pape)

[Seite 755] τό, das Ausgefressene, übertr. πρίονος Soph. Tr. 700, Schol. πρίσμα, Sägespäne. Vgl. Arist. H. A. 9, 40 (p. 625 a 9).

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
entaille (faite par une scie).
Étymologie: ἐκ, βιβρώσκω.

Greek (Liddell-Scott)

ἔκβρωμα: τό, τὸ καταβιβρωσκόμενον, πρίονος ἐκβρώματ’, «πριονίδια», Σοφ. Τρ. 700· ἐν Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 9. 40, 23, φαίνεται ὅτι σημαίνει πρᾶγμα ἐξ οὗ βιβρώσκει τις.

Greek Monolingual

ἔκβρωμα, το (Α)
1. κάτι από το οποίο τρώγεται ένα μέρος
2. φρ. «πρίονος ἐκβρώματα» — πριονίδια.

Greek Monotonic

ἔκβρωμα: -ατος, τό (ἐκβιβρώσκω), οτιδήποτε κατατρώγεται, πρίονος ἔκβ., «πριονίδια», σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἔκβρωμα: ατος τό досл. выеденное, разъеденное, перен. опилки Soph., Arst.

Middle Liddell

ἔκβρωμα, ατος, τό, ἐκβιβρώσκω
anything eaten out, πρίονος ἔκβ. saw- dust, Soph.