ἦνις

From LSJ
Revision as of 17:25, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

Ἔνεγκε λύπην καὶ βλάβην εὐσχημόνως → Damna ac dolores disce generose pati → Mit schicklichem Anstand trage Trauer und Verlust

Menander, Monostichoi, 151

German (Pape)

[Seite 1172] ιος, ἡ, immer mit βοῦς verbunden, Il. 6, 94. 275. 309. 10, 292 Od. 3, 382 Ap. Rh. 4, 174, ein Jahr alt, jährig (s. ἔνος), Scholl. ἐνιαύσιος, νέος.

French (Bailly abrégé)

ιος;
adj. f.
âgée d’une année.
Étymologie: ἔνος.

Greek (Liddell-Scott)

ἦνῐς: ἡ, ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. μόνον κατ’ αἰτ. ἑνικ. καὶ πληθ.˙ γεν. ἤνιος, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 174 (ἔνος): - ἑνὸς ἔτους ἡλικίας, βοῦς... ἤνῑς ἠκέστας Ἰλ. Ζ. 94, 275, 309·. βοῦν ἦνιν εὐρυμέτωπον ἀδμήτην ἔνθα τὸ ι ὡσαύτως μηκύνεται Κ. 292, Ὀδ. Γ. 382. - Πρβλ. Κόντον ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 53.

English (Autenrieth)

ιος, acc. pl. ἤνῖς: a year old, yearling; thus the word was understood by the ancients.

Russian (Dvoretsky)

ἦνῐς: ιος adj. f (только acc. sing. ἦνῑν и acc. pl. ἤνῑς) годовалая (ἡ βοῦς Hom.).

Middle Liddell

ἔνος
a year old, yearling, Hom.