ὀργιαστικός

From LSJ
Revision as of 17:50, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

ἄμπελον κόπτοντες τὴν περὶ τὸ ἱερὸν ἐσέβαλλον καὶ λίθους — → cutting down the vines 'round the sanctuary, they threw in rocks as well

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀργιαστικός Medium diacritics: ὀργιαστικός Low diacritics: οργιαστικός Capitals: ΟΡΓΙΑΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: orgiastikós Transliteration B: orgiastikos Transliteration C: orgiastikos Beta Code: o)rgiastiko/s

English (LSJ)

ή, όν, of or for ὄργια, exciting, οὐκ ἔστιν ὁ αὐλὸς ἠθικόν, ἀλλὰ . . ὀργιαστικόν Arist.Pol.1341a22; ὀ. καὶ παθητικά ib.1342b3.

German (Pape)

[Seite 370] die Feier der Orgien betreffend, enthusiastisch, begeistert, Arist. pol. 8, 6 u. Sp.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui se plaît aux mystères, aux orgies ; porté à l'enthousiasme, inspiré.
Étymologie: ὀργιάζω.

Greek (Liddell-Scott)

ὀργιαστικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς ὄργια, διεγερτικός, οὐκ ἔστιν ὁ αὐλὸς ἠθικόν, ἀλλὰ ... ὀργιαστικὸν Ἀριστ. Πολιτικ. 9. 6, 9· ὀργ. καὶ παθητικὰ αὐτόθι 8. 7, 9.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ὀργιαστικός, -ή, -όν) οργιάζω
νεοελλ.
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε όργια, σε ακολασίες ή σε οργιαστές
αρχ.
1. σχετικός με την τελετή τών θρησκευτικών οργίων
2. διεγερτικός.

Greek Monotonic

ὀργιαστικός: -ή, -όν, κατάλληλος για ιεροπραξίες, συναρπαστικός, σε Αριστ.

Russian (Dvoretsky)

ὀργιαστικός: возбуждающий энтузиазм, приводящий в исступление (своими звуками) (ὁ αὐλός Arst.).

Middle Liddell

ὀργιαστικός, ή, όν [from ὀργιάζω
fit for orgies, exciting, Arist.