ὑπαγωγεύς
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
English (LSJ)
έως, ὁ, A tool for shaping and adjusting bricks or tiles, trowel, Ar.Av.1149 (ubi v. Sch.); cf. Hermipp.69: v. ἐπαγωγεύς. 2 plasterer, IG22.1672.31. II the bridge of a stringed instrument, = ὑποβολεύς, Nicom.Harm.10.
German (Pape)
[Seite 1180] έως, ὁ, 1) eine Maurerkelle; Ar. Av. 1149, Schol. ξυστήρ, πλατὺ σίδηρον, ᾡ ξύουσι τὸν πηλόν; vgl. Poll. 7, 125. – Ein Folterwerkzeug, VLL. – 2) ein beweglicher Steg an Saiteninstrumenten, wie ὑποβολεύς, Nicom. arithm. 2, 27 und Music.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπᾰγωγεύς: έως, ὁ, «ἐργαλεῖον οἰκοδομικὸν ᾧ ἀπευθύνουσι τὰς πλίνθους πρὸς ἀλλήλας˙ τινὲς δὲ αὐτὸ παράξυστον καλοῦσι˙ εἰ μὴ ἄρα πηλόν τινα οὕτω καλοῦσι˙ τοιοῦτον γάρ τι καὶ Ἕρμιππος ἐν τοῖς τριμέτροις ἐμφανίζει» (Σχόλ.), Ἀριστοφ. Ὄρν. 1149. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ὑπαγωγεύς· πρὸς πλίνθων οἰκοδομὴν πηλός», πρβλ. Meineke εἰς Κωμ. 1, σ. 93. ΙΙ. τὸ ξύλινον ὑποστήριγμα, ἡ γέφυρα τῶν ἐγχόρδων ὀργάνων, ἄλλως ὑποβολεύς, Νικομ. Ἁρμ. σελ. 18.
Greek Monolingual
-έως, ὁ, Α
1. οικοδομικό εργαλείο με το οποίο έξυναν τον πηλό
2. η γέφυρα τών έγχορδων οργάνων
3. σοβατζής
4. (κατά τον Ησύχ.) «πρὸς πλίνθων oἰκοδομὴν πηλός».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπαγωγή + επίθημα -εύς (πρβλ. προσαγωγ-εύς)].
Russian (Dvoretsky)
ὑπᾰγωγεύς: έως ὁ лопатка каменщика Arph.