ὑπόλιθος

From LSJ
Revision as of 18:25, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπόλῐθος Medium diacritics: ὑπόλιθος Low diacritics: υπόλιθος Capitals: ΥΠΟΛΙΘΟΣ
Transliteration A: hypólithos Transliteration B: hypolithos Transliteration C: ypolithos Beta Code: u(po/liqos

English (LSJ)

ον, stony, γῄδιον Luc.Tim.31, Abd.27.

German (Pape)

[Seite 1224] unten steinig, mit steinigem Boden; – etwas steinig: Sp., wie Luc. Tim. 31.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qqe peu pierreux, un peu rocailleux.
Étymologie: ὑπό, λίθος.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπόλῐθος: -ον, ὀλίγον τι πετρώδης, Λουκ. Τίμ. 31, Ἀποκηρυττ. 27.

Greek Monolingual

-ον, Α
(για τόπο) ο κάπως πετρώδης ως προς τη σύσταση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + -λιθος (< λίθος), πρβλ. κατά-λιθος].

Greek Monotonic

ὑπόλῐθος: -ον, κάπως πετρώδης, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

ὑπόλῐθος: несколько каменистый (γήδιον Luc.).

Middle Liddell

ὑπό-λῐθος, ον,
somewhat stony, Luc.