ὑπερθρῴσκω

From LSJ
Revision as of 11:06, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

ἐν δὲ δικαιοσύνῃ συλλήβδην πᾶσ' ἀρετὴ ἔνι → in justice is all virtue found in sum, in justice is every virtue there is, in justice every virtue is brought together, justice contains in itself all the virtues

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπερθρῴσκω Medium diacritics: ὑπερθρῴσκω Low diacritics: υπερθρώσκω Capitals: ΥΠΕΡΘΡΩΣΚΩ
Transliteration A: hyperthrṓiskō Transliteration B: hyperthrōskō Transliteration C: yperthrosko Beta Code: u(perqrw/|skw

English (LSJ)

fut. ὑπερθοροῦμαι, Ep. ὑπερθορέομαι: aor. ὑπερέθορον, Ep. ὑπέρθορον; inf. ὑπερθορεῖν Hdt.6.134, Ep. ὑπερθορέειν Il.12.53 (v.l. in Hdt. l. c.): —overleap, leap over or spring over, c. acc., τάφρον ὑπερθορέονται Il.8.179; ὑπέρθορον ἑρκίον αὐλῆς 9.476, cf. 12.53; so ὑπερθ. τοὺς ἀνθρώπους, τὸ ἕρκος, Hdt.2.66, 6.134; πεδίον Ἀσωποῦ A.Ag.297; πύργον ib.827; βᾶριν οὐχ ὑπερθορεῖ will not escape from it, Id.Supp.873 (lyr.): also ὑπὲρ ἕρκος ὑ. Sol.4.29: c. gen., πόλεως ὑ. E.Hec.823.

French (Bailly abrégé)

f. ὑπερθοροῦμαι, ao.2 ὑπερέθορον, etc.
sauter ou bondir par-dessus, franchir d’un bond, acc..
Étymologie: ὑπέρ, θρῴσκω.

Greek Monotonic

ὑπερθρῴσκω: μέλ. -θοροῦμαι, Επικ. -θορέομαι, αόρ. βʹ -έθορον, Επικ. ὑπέρ-θορον, απαρ. -θορεῖν, Ιων. -θορέειν· υπερπηδώ, πηδώ ή αναπηδώ πάνω από, με αιτ., σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· επίσης με γεν., σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ὑπερθρῴσκω: (fut. ὑπερθοροῦμαι, aor. 2 ὑπερέθορον)
1) перепрыгивать, перескакивать (τι и τινά Hom., Her.);
2) пробегать (πεδίον Aesch.);
3) подниматься (καπνὸς πόλεως ὑπερθρῴσκων Eur.);
4) миновать, избегать (Αἰγυπτίαν βᾶριν Aesch.).