ὑπερθρῴσκω
ἐν δὲ δικαιοσύνῃ συλλήβδην πᾶσ' ἀρετὴ ἔνι → in justice is all virtue found in sum, in justice is every virtue there is, in justice every virtue is brought together, justice contains in itself all the virtues
English (LSJ)
fut. ὑπερθοροῦμαι, Ep. ὑπερθορέομαι: aor. ὑπερέθορον, Ep. ὑπέρθορον; inf. ὑπερθορεῖν Hdt.6.134, Ep. ὑπερθορέειν Il.12.53 (v.l. in Hdt. l. c.): —overleap, leap over or spring over, c. acc., τάφρον ὑπερθορέονται Il.8.179; ὑπέρθορον ἑρκίον αὐλῆς 9.476, cf. 12.53; so ὑπερθ. τοὺς ἀνθρώπους, τὸ ἕρκος, Hdt.2.66, 6.134; πεδίον Ἀσωποῦ A.Ag.297; πύργον ib.827; βᾶριν οὐχ ὑπερθορεῖ will not escape from it, Id.Supp.873 (lyr.): also ὑπὲρ ἕρκος ὑ. Sol.4.29: c. gen., πόλεως ὑ. E.Hec.823.
French (Bailly abrégé)
f. ὑπερθοροῦμαι, ao.2 ὑπερέθορον, etc.
sauter ou bondir par-dessus, franchir d’un bond, acc..
Étymologie: ὑπέρ, θρῴσκω.
Greek Monotonic
ὑπερθρῴσκω: μέλ. -θοροῦμαι, Επικ. -θορέομαι, αόρ. βʹ -έθορον, Επικ. ὑπέρ-θορον, απαρ. -θορεῖν, Ιων. -θορέειν· υπερπηδώ, πηδώ ή αναπηδώ πάνω από, με αιτ., σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· επίσης με γεν., σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
ὑπερθρῴσκω: (fut. ὑπερθοροῦμαι, aor. 2 ὑπερέθορον)
1) перепрыгивать, перескакивать (τι и τινά Hom., Her.);
2) пробегать (πεδίον Aesch.);
3) подниматься (καπνὸς πόλεως ὑπερθρῴσκων Eur.);
4) миновать, избегать (Αἰγυπτίαν βᾶριν Aesch.).