ὑπεράλλομαι

Revision as of 21:55, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

English (LSJ)

A spring or leap over, or beyond, c. gen., αὐλῆς ὑπεράλμενον (aor. 2 part.) Il.5.138: also c. acc., πολλὰς στίχας ὑπερᾶλτο (aor. 2) 20.327; so in Prose, X.An.7.4.17, Eq.8.4; ὑ. πλοίων ἱστούς, of dolphins, Arist.HA631a22; τὰς μαχαίρας, of sword-dancers, Phld.Rh.1.74S.; τὴν σκιὰν τὴν ἑαυτῶν Plu.2.1071b. II metaph., leap to a high place, LXX Si.38.33.

German (Pape)

[Seite 1190] (s. ἅλλομαι), darüberweg sprinqen, αὐλῆς ὑπεράλμενον, Il. 5, 138; überspringen, c. acc., πολλὰς στίχας ὑπερᾶλτο, 20, 327; auch Xen. An. 7, 4, 17 u. Sp., wie Luc. Gymnas. 8, τάφρον 27.

French (Bailly abrégé)

3ᵉ sg. sync. ao.2 ind. ὑπερᾶλτο, part. poét. ὑπεράλμενος, η, ον :
franchir d’un bond.
Étymologie: ὑπέρ, ἅλλομαι.

Russian (Dvoretsky)

ὑπεράλλομαι: (эп. 3 л. sing. aor. 2 ὑπερᾶλτο) перепрыгивать, перескакивать: ὑ. τινος Hom. и τι Hom., Xen., Arst., Plut. перепрыгивать через что-л.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπεράλλομαι: ἀποθ., ἅλλομαι, πηρῶ ὑπεράνωπέραν τινός, μετὰ γεν., αὐλῆς ὑπεράλμενος (συγκεκομμ. ἀόρ. β΄ μετοχ.), Ἰλ. Ε. 138· ὡσαύτως μετ’ αἰτ., πολλὰς στίχας ὑπερᾶλτο (συγκεκομμ. ἀόρ. β΄) Υ. 327· οὕτως ἐν τῷ Ἀττικῷ πεζῷ λόγῳ, Ξενοφ. Ἀνάβ. 7. 4, 17, Ἱππ. 8, 4· ὑπεράλλονται πλοίων μεγάλων ἱστούς, ἐπὶ δελφίνων, Ἀριστ. π. Ζ. Ἱστ. 9. 48, 4· τὴν σκιὰν ὑπεράλλεσθαι τὴν ἑαυτῶν Πλούτ. 2. 1071Β. ΙΙ. μεταφ., πηδῶ εἰς ὑψηλὴν θέσιν, ἀναβαίνω ὑψηλά, ἐν ἐκκλησίᾳ οὐχ ὑπεραλοῦνται Ἑβδ. (Σειρὰχ ΛΗ΄, 33).

English (Autenrieth)

aor. ὑπερᾶλτο, part. ὑπεράλμενον: leap or spring over, w. gen. or acc. (Il.)

Greek Monolingual

ΜΑ
1. πηδώ πάνω ή πέρα από κάτι (α. «ὑπεράλλονται πλοίων μεγάλων ἱστούς», Αριστοτ.
β. «λέοντα... ἐπ' εἰροπόκοις ὀΐεσσιν... αὐλῆς ὑπεράλμενον», Ομ. Ιλ.)
2. μτφ. υψώνομαι πάνω από κάτι, είμαι υπέρτερος (α. «ὑπεράλλομαι θανάτου», Ωριγ.
θ. «ὑπεράλλομαι σκάνδαλα», Νείλ.)
μσν.
υπερέχω, είμαι ανώτερος από κάποιον
αρχ.
ανέρχομαι, καταλαμβάνω υψηλή θέση («ἐν ἐκκλησίᾳ οὐχ ὑπεραλοῦνται», ΠΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + ἅλλομαι «πηδώ, σκιρτώ, τινάζομαι»].

Greek Monotonic

ὑπεράλλομαι: αόρ. αʹ -ηλάμην· συγκοπτ. γʹ ενικ. αορ. βʹ ὑπερ-ᾶλτο, μτχ. -άλμενος· αποθ., πηδώ πάνω από ή πέρα από, πιο πέρα, με γεν., σε Ομήρ. Ιλ.· επίσης με αιτ., στο ίδ.· ομοίως, σε Ξεν.

Middle Liddell

aor1 -ηλάμην syncop. 3rd sg. aor2 ὑπερ-ᾶλτο part. -άλμενος
Dep.:— to leap over or beyond, c. gen., Il.; also c. acc., Il.; so Xen.