ἀκανθίς

From LSJ
Revision as of 17:15, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων → always strive for excellence and prevail over others (Iliad 6.208, 11.784)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκανθίς Medium diacritics: ἀκανθίς Low diacritics: ακανθίς Capitals: ΑΚΑΝΘΙΣ
Transliteration A: akanthís Transliteration B: akanthis Transliteration C: akanthis Beta Code: a)kanqi/s

English (LSJ)

ίδος, ἡ, a bird, A goldfinch, Fringilla carduelis, or linnet, Fr. linaria, Arist. HA616b31, Theoc.7.141. II = ἠριγέρων, Call. ap. Plin.HN25.168: = ἄκανθα Ἀραβική, Ps.-Dsc.3.13: = ἀκάνθιον, ib.16. III = κανθός, Gal.17(1).666.

German (Pape)

[Seite 68] ίδος, ἡ, Distelsinke, Stieglitz, Arist. H. A. 8, 5; Theocr. 7, 141; Agath. 25 (V, 292).

French (Bailly abrégé)

ίδος
I. adj. f. épineuse;
II. subst.ἀκανθίς :
1 chardonneret, oiseau;
2 séneçon, plante.
Étymologie: ἄκανθα.

Russian (Dvoretsky)

ἀκανθίς: ίδος adj. f покрытый шипами, колючий (χαλκίς Anth.).
ίδος ἡ щегленок Arst.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκανθίς: -ίδος, ἡ, εἶδος πτηνοῦ, ἡ καρδερῖνα, fringilla carduelis ἢ fring. linaria, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 9. 17. 2, Θεόκρ. 7. 141. ΙΙ. ὄνομα τοῦ φυτοῦ senecio, Καλλ. παρὰ Πλιν. Φυσ. Ἱστ. 25. 106. ΙΙΙ. ὡς θηλ. ἐπίθ., ἀκανθώδης, Ἀνθ. Π. 6. 304.

Greek Monolingual

ἀκανθὶς (-ίδος), η (Α)
1. η καρδερίνα (Carduelis carduelis)
2. φυτό, που ονομαζόταν από τους αρχαίους και ἠριγέρων ονομασίες του φυτού Σενέκιο (Καλλ. παρά Πλίν. Nat. Hist. 25, 168)
3. στον Γαλ. 17, 666 βρίσκεται με τη σημασία της λέξεως «κανθός».

Greek Monotonic

ἀκανθίς: -ίδος, ἡ, είδος πτηνού, καρδερίνα, σε Αριστ., Θεόκρ.
II. ως θηλ. επίθ., ακανθώδης, σε Ανθ.

Middle Liddell


I. a bird, the goldfinch, or the linnet, Arist., Theocr.
II. as fem. adj. prickly, Anth.