απαθής

From LSJ
Revision as of 19:50, 13 June 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")

Greek Monolingual

(AM ἀπαθής, -οῦς, -ές) πάθος
ο χωρίς πάθος, ο ατάραχος
αρχ.-μσν.
αβλαβής, υγιής
αρχ.
1. αυτός που δεν υποφέρει από κάτι ή δεν έχει πάθει κάτι («ἀπαθὴς κακῶν», Ηρόδ.
«ἀπαθὴς νόσων», Δημοσθ.)
2. όποιος δεν δοκίμασε κάτι, δεν έχει εμπειρία («ἀπαθὴς καλῶν μεγάλων», Ηρόδ.)
3. ατιμώρητοςχάριν ἴσθι ἐὼν ἀπαθής» — να χρωστάς χάρη που δεν τιμωρήθηκες, Ηρόδ.)
4. (για αφηρημένες έννοιες) εκείνος που δεν υπόκειται σε μεταβολή («ἀπαθεῑς αἱ ἰδέαι», Αριστοτ.
«οὐσία ἀσώματος καὶ ἀπαθής», Πλούταρχος)
5. αυτός που δεν διεγείρει πάθη, δεν προξενεί εντύπωση
6. (Γραμμ.) «τὰ ἀπαθῆ» — τα αμετάβατα ρήματα.