οι

From LSJ
Revision as of 11:35, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "————————" to "<br />")

Καλὸν τὸ νικᾶν ἀλλ' ὑπερνικᾶν κακόν → Vincere bonum est: ultra fas vincere lubricum → Schön ist zu siegen, übermäßig siegen schlecht

Menander, Monostichoi, 299

Greek Monolingual

(I)
οἴ και, ιων. τ., ὀΐ (Α)
επιφών. αχ, αλίμονο («οἴ 'γώ, φίλοι, πρόστητ' ἀναγκαίας τύχης», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ονοματοποιημένος τ. που εκφράζει πόνο, λύπη, έκπληξη ή φόβο (πρβλ. οϊζύς, οίμοι)].
(II)
οἷ και οἷς (Α)
(αναφ. επίρρ.)
1. όπου, εκεί όπου, σε όποιο μέρος («τί χωρεῑς οἷ μολὼν δώσεις δίκην;», Σοφ.)
2. (με γεν.) σε ποιο σημείο («οἷ μ' ἀτιμίας ἄγεις», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Επίρρ. σχηματισμένο από την αναφ. αντων. ὅς, , με κατάλ. -οι, τ. της παλαιάς τοπικής πτώσης (πρβλ. οίκ-οι)].
(III)
οἷ και εγκλιτ. τ. οι (Α)
δοτ. εν. του γ' προσ. της προσ. αντων., και για τα τρία γένη, αντί αὐτῷ, αὐτῇ, αὐτῷ.
[ΕΤΥΜΟΛ. βλ. λ. ε, αιτ. εν. αντων. γ' προσώπου].
(IV)
(ΑΜ οἱ)
(πληθ. αρθρ.) βλ. ο, η, το.
(V)
οἵ (Α)
(πληθ. αναφ. αντων.) βλ. ος, η, ο.