ασφαλής
Greek Monolingual
(-ούς), -ές (AM ἀσφαλής, -ές)
Ι. 1. αυτός που δεν κινδυνεύει να πέσει, ο στερεός
2. εκείνος που παρέχει ασφάλεια, σιγουριά
3. (για λόγους ή καταστάσεις) αναμφισβήτητος, ακριβής
4. φρ. «εκ του ασφαλούς», «εξ ασφαλούς» — από ασφαλή, σίγουρη θέση, χωρίς να διακινδυνεύσει κανείς
αρχ.-μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀσφαλές
η ασφάλεια, η βεβαιότητα, η ορθότητα
αρχ.
1. έμπιστος, πιστός
2. (για ρήτορα) πειστικός
3. φρ. α) «έν τῷ ἀσφαλεῑ» — με ασφάλεια, με βεβαιότητα
β) «ἀσφαλές ἀγορεύω» — χωρίς δισταγμούς, άνετα
γ) «ἀσφαλές (ἐστι) ποιεῖν τι» — είναι ακίνδυνο να κάνει κάποιος κάτι
II. επίρρ. ασφαλώς (AM ἀσφαλῶς)
με ασφάλεια, χωρίς κίνδυνο
νεοελλ.
βεβαίως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + -σφαλής < σφάλλω. Το ουδ. σφάλος, στο οποίο θα μπορούσε να αναχθεί η λ., είναι αμφίβολο].