ἡμεροσκόπος

From LSJ
Revision as of 20:25, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

Ῥύπος γυνὴ πέφυκεν ἠργυρωμένος → Woman is silver-plated dirt → Argento sordes illitas puta mulierem → Mit Silber überzogner Schmutz ist eine Frau

Menander, Monostichoi, 469
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡμεροσκόπος Medium diacritics: ἡμεροσκόπος Low diacritics: ημεροσκόπος Capitals: ΗΜΕΡΟΣΚΟΠΟΣ
Transliteration A: hēmeroskópos Transliteration B: hēmeroskopos Transliteration C: imeroskopos Beta Code: h(merosko/pos

English (LSJ)

ον, watching by day, φύλαξ Ar. Av. 1174; as substantive, day-watcher, Hdt. 7.183, 192, S. Ant. 253, X. HG 1.1.2, Aen.Tact. 6.1, al.; metaph, πιστὸν ἡ. ὀφθαλμὸν ἕξω A. Th. 66.

German (Pape)

[Seite 1166] ὁ, Tagwächter, Soph. Ant. 253; φύλακες Ar. Av. 1170; vgl. Aesch. Spt. 66; Her. 7, 182. 192.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui veille pendant le jour ; subst. guetteur ou sentinelle de jour.
Étymologie: ἡμέρα, σκοπέω.

Russian (Dvoretsky)

ἡμεροσκόπος: II ὁ дневной страж, караульный дневной стражи Her., Soph.
бодрствующий днем, несущий дневную стражу (φύλαξ Arph.).

Greek (Liddell-Scott)

ἡμεροσκόπος: ὁ, φυλάττων ἐν καιρῷ ἡμέρας, Αἰσχύλ. Θήβ. 66· φύλαξ Ἀριστοφ. Ὄρν. 1174· - ὡς οὐσιαστ., φρουρός ἐν καιρῷ ἡμέρας, Ἡρόδ. 7. 182, 192, Σοφ. Ἀντ. 253, κτλ.

Greek Monolingual

ἡμεροσκόπος, -ον (AM)
το αρσ. ως ουσ.ἡμεροσκόπος
φρουρός που στέκεται σε ύψωμα για να ελέγχει τις κινήσεις του εχθρού κατά τη διάρκεια της ημέρας («λείποντες δὲ ἡμεροσκόπους περί τὰ ὑψηλά», Ηρόδ.)
αρχ.
επιτηρητής («πιστὸν ἡμεροσκόπον ὀφθαλμόν», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημερ(ο)- + -σκοπος (< σκοπός), πρβλ. αστεροσκόπος, οιωνοσκόπος].

Greek Monotonic

ἡμεροσκόπος: ὁ, αυτός που φρουρεί κατά τη διάρκεια της ημέρας, σε Αισχύλ., Αριστοφ.· ως ουσ., ημεροφύλακας, σε Ηρόδ., Σοφ. κ.λπ.

Middle Liddell

ἡμερο-σκόπος, ὁ,
watching by day, Aesch., Ar.:—as substantive, a day-watcher, Hdt., Soph., etc.