ἀνύποπτος

From LSJ
Revision as of 18:00, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

παρελθέτω ἀπ' ἐμοῦ τὸ ποτήριον τοῦτοspare me this | let this cup pass from me

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνύποπτος Medium diacritics: ἀνύποπτος Low diacritics: ανύποπτος Capitals: ΑΝΥΠΟΠΤΟΣ
Transliteration A: anýpoptos Transliteration B: anypoptos Transliteration C: anypoptos Beta Code: a)nu/poptos

English (LSJ)

ον, A without suspicion, i.e., 1 Pass., unsuspected, Th.3.43 (Comp.), X.Cyr.5.3.11; λεηλασίαι unexpected, Arr.Tact.17. 5 Adv. -τως unsuspectedly, Aen.Tact.10.20, al., Men.666. 2 free from risk, κίνησις Sor.1.55; θάνατος Phld.Sto.Herc.339.4. 3 Act., unsuspecting, πράξεως Plb.8.27.2, Plu.Brut.8. Adv. -τως Th. 1.146; ἀ. ἔχειν Arist.Top.156b18; unhesitatingly, Plu.2.614b.

Spanish (DGE)

-ον
I de pers.
1 no sospechoso, libre de sospecha X.Cyr.5.3.11.
2 que no sospecha τῆς ... ὅλης πράξεως Plb.8.27.2, Καῖσαρ Plu.Brut.8, τὸ τῆς ἡλικίας ἄλλοις ἀνύποπτον ἦν el hecho de nuestra edad eliminaba toda desconfianza por parte de otros X.Eph.3.2.4.
II de abstr.
1 que no ofrece sospecha τἀγαθά ... λεγόμενα ... ἀνυποπτότερα Th.3.43, φιλία D.C.45.8.4, εὔνοια D.15.4
que no ofrece duda ἵνα ... ἀ. τὰ πρὸς τὸν λόγον ἔχῃ para que no haya duda en lo relativo a la cuenta, PRyl.233.13 (II d.C.), cf. PFlor.294.100 (VI d.C.)
que no comporta preocupación o riesgo κίνησις Sor.39.27, ἄφοβον ὁ θεός, ἀν[ύ] ποπτον ὁ θάνατος la divinidad no induce al miedo, ni la muerte a la preocupación Phld.AS p.87.
2 insospechado λεηλασίαι Arr.Tact.17.5
inadvertido τὸ γενόμενον Plb.7.17.2, cf. 3.105.1.
III adv. -ως
1 sin sospecha μεθιστάναι Aen.Tact.10.20, ἔχειν Men.Fr.617, παρεστῶτος Plu.2.686b, τὴν ... παρασκευὴν ἀ. ἐποιεῖτο Plb.31.12.13.
2 sin que se sospeche, inadvertidamente φοιτᾶν Th.1.146, ἔχειν Arist.Top.156b18, Hp.Medic.1, cf. Plu.2.614b.

German (Pape)

[Seite 266] 1) unverdächtig, Thuc. 3, 43; Xen. Cyr. 5, 3, 11. – 2) ohne Argwohn, τινός, Pol. 8, 92; Plut. Brut. 8 u. öfter. – Adv., Thuc. 1, 146.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
non suspect.
Étymologie: , ὕποπτος.

Russian (Dvoretsky)

ἀνύποπτος:
1) не возбуждающий подозрений Thuc., Xen.;
2) не питающий подозрений Polyb., Plut.;
3) незаметный (τινι Sext.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀνύποπτος: -ον, ὁ ἄνευ ὑποψίας, ὅ ἐ. 1) παθ., ὅν δὲν ὑποπτεύει τις, Θουκ. 3. 43 (ἐν τῷ συγκρ.), Ξεν. Κύρ. 5. 3, 11: - Ἐπίρρ. -τως, ἄνευ ὑποψίας, χωρὶς νὰ ὑποπτεύηταί τις ὑπ’ ἄλλου, Θουκ. 1. 146, Μενάνδρ. Ἄδηλ. 120. 2) ἐνεργ., ὁ μηδὲν ὑποπτεύων ἢ ὑπονοῶν τινος Πολύβ. 8. 92, 2: - Ἐπίρρ. ἀνυπόπτως, ἀνυπόπτως ἔχειν Ἀριστ. Τοπ. 8. 1, 14.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀνύποπτος, -ον)
αυτός που δεν υποψιάζεται κάτι ή δεν έχει υποψίες για κάποιον
αρχ.-μσν.
όποιος δεν γεννά υποψίες, δεν τον υποπτεύονται οι άλλοι.

Greek Monotonic

ἀνύποπτος: -ον, ο χωρίς υποψία, ανύποπτος, σε Θουκ., Ξεν.· επίρρ. -τως, ανύποπτος, ανυποψίαστος, σε Θουκ.

Middle Liddell


without suspicion, unsuspected, Thuc., Xen.:—adv. -τως, unsuspectedly, Thuc.

English (Woodhouse)

viewed without suspicion

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)