λιμώσσω

From LSJ
Revision as of 14:00, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῑμώσσω Medium diacritics: λιμώσσω Low diacritics: λιμώσσω Capitals: ΛΙΜΩΣΣΩ
Transliteration A: limṓssō Transliteration B: limōssō Transliteration C: limosso Beta Code: limw/ssw

English (LSJ)

Att. λιμώττω, to be famished, hungry, Str.15.2.5, J.AJ2.1.1, Babr.45.8, AP6.307.8 (Phan.), Luc. Luct.9, Alciphr.1.21: aor. ἐλίμωξα Apostol.10.53.

French (Bailly abrégé)

f. λιμώξομαι, ao. ἐλίμωξα, pf. inus.
souffrir de la faim.
Étymologie: λιμός.

Russian (Dvoretsky)

λῑμώσσω: атт. λιμώττω терпеть голод, голодать Luc., Plut., Anth.

Greek (Liddell-Scott)

λῑμώσσω: Ἀττ. -ττω, πάσχω ἐκ πείνης, εἶμαι πεινασμένος, «λιμώττειν ἐκείνους φαμὲν ὅσοι δι’ ἀπορίαν σιτίων εἰς ἄκρον ἥκουσι πείνης» Γαλην. εἰς Ἱππ. Ἀφ. 2, 16, Στράβ. 722, Βάβρ. 45. 8, Ἀνθ. Π. 6. 307, Λουκ. π. Πένθ. 9, Ἀλκίφρων 1. 21· ἀόρ. ἐλίμωξα, μνημονεύεται ἐκ τῶν Παροιμιογρ.· μέσ. μέλλ. λιμώξομαι, μνημονεύεται ἐκ Νικηφ. Ρητ. - Πρβλ. λοιμώσσω ἐκ τοῦ λοιμός. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 99.

Greek Monolingual

και λιμώττω (AM λιμώσσω, Α αττ. τ. λιμώττω) λιμός
βασανίζομαι από μεγάλη πείνα, είμαι πεινασμένος λόγω παντελούς ελλείψεως τροφίμων.

Greek Monotonic

λῑμώσσω: Αττ. λιμώττω (λιμός), είμαι ξελιγωμένος από την πείνα, είμαι πεινασμένος, σε Στράβ., Ανθ.

Middle Liddell

λῑμώσσω, λιμός
to be famished, hungry, Strab., Anth.