ἀφόρισμα
οὕτως ἐξ ἐχθρῶν αὐτοκτόνα πέμπετο δῶρα, ἐν χάριτος προφάσει μοῖραν ἔχοντα μόρου → thus mutual gifts that bring death were bestowed by enemies, gifts that brought the lot of death in the name of a favor
English (LSJ)
ατος, τό, that which is set apart: the wave-offering, LXX Ex.29.24, al.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
I 1sg. recinto sagrado fuera de los límites de la ciudad Thd.Ez.45.2.
2 plu. ejidos καὶ τὰ ἀφορίσματα αὐτῶν (πόλεων) ἔσται τοῖς κτήνεσιν LXX Nu.35.3.
II 1lo que está puesto aparte, objeto consagrado, ofrenda (trad. del hebr. tenufah, ofrenda balanceada ante Yaveh) ἀφοριεῖς αὐτοὺς ἀ. ἔναντι Κυρίου LXX Ex.29.24, cf. 27, Le.10.15, 14.12
•lo que es objeto de anatema καὶ πᾶν ἀ. ἐν τῷ Ισραηλ αὐτοῖς ἔσται LXX Ez.44.29.
2 lo que distingue, objeto de distinción de diferentes atributos regios: de πέταλον Aq.Ex.28.36, Sm.ib., de τὸ βασίλειον διάδημα Aq.2Re.1.10, Ps.131.18.
German (Pape)
[Seite 414] τό, das Abgegränzle, LXX.
Greek (Liddell-Scott)
ἀφόρισμα: τό, τὸ ἀποχωριζόμενον, τὸ χωριστὰ τιθέμενον, προσφορά, καὶ ἀφοριεῖς αὐτὰ ἀφόρισμα ἔναντι Κυρίου Ἑβδ. (Ἔξοδ. Κθ΄, 24. 26, κ. ἀλλ.)