ἐμπλόκιον
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
English (LSJ)
τό, A a fashion of plaiting women's hair, Machoap.Ath.13.579d. 2 hair-clasp, BGU1300.24 (iii/ii B. C.), LXX Ex.35.22, Nu.31.50.
Spanish (DGE)
-ου, τό
broche o pasador para el pelo, Macho 257, BGU 1300.24 (III/II a.C.), LXX Ex.35.22, Is.3.18, 20, Plu.Phoc.19, Sm.Ca.7.5.
German (Pape)
[Seite 814] τό, Haarschmuck der Frauen, Macho bei Ath. XIII, 579 d; LXX.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
sorte de tresse.
Étymologie: ἐμπλοκή.
Russian (Dvoretsky)
ἐμπλόκιον: τό эмплокий (род женской прически) Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμπλόκιον: τό, εἶδος πλοκῆς τῆς κόμης τῶν γυναικῶν, Μάχων παρ’ Ἀθην. 579D· κόσμημα ὅπερ ἐνέπλεκον αἱ γυναῖκες εἰς τὰς πλεξίδας των, Ἑβδ. (Ἔξοδ. ΛΕ΄, 21, Ἀριθμ. ΛΑ΄, 50).
Greek Monolingual
ἐμπλόκιον, το και ἐμπλόκια, τα (Α)
1. τρόπος κόμμωσης
2. κοσμήματα που ενέπλεκαν στα μαλλιά τους κατά την κόμμωση.