ὀχυρόω

From LSJ
Revision as of 21:58, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

τὴν πολιὴν καλέω Νέμεσιν πόθου, ὅττι δικάζει ἔννομα ταῖς σοβαραῖς θᾶσσον ἐπερχομένη → I call gray hairs the Nemesis of love, because they judge justly, coming sooner to the proud

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀχῠρόω Medium diacritics: ὀχυρόω Low diacritics: οχυρόω Capitals: ΟΧΥΡΟΩ
Transliteration A: ochyróō Transliteration B: ochyroō Transliteration C: ochyroo Beta Code: o)xuro/w

English (LSJ)

A fortify, τοὺς λιμένας IG22.834.14 (iii B. C.); πόλιν Plb.14. 9.9, J.AJ12.7.7; τὰ στόματα τῶν ποταμῶν OGI90.25 (Rosetta, ii B. C.); τείχη LXX Je.28(51).53: metaph., τὸν τῆς εὐσεβείας λιμένα ib.4 Ma.13.7:—Med., in act. sense, X.Cyr.5.4.39, Plb.1.18.3:— Pass., τὰ πρόπυλα κλείθροις ὀχυροῦται Pl.Ax.371b, cf. OGI90.22 (Rosetta, ii B. C.); πρόθυρα τείχεσι . . ὠχύρωτο Arist.Mu.398a18. 2 ὠχυρωμένη besieged, LXX Jo.6.1. II metaph., confirm, τὸ λεγόμενον Phld.Rh.2.98 S. III constrain, τοὺς πονηρούς ib.148 S.

German (Pape)

[Seite 431] fest machen, befestigen; τὰ πρόπυλα σιδηροῖς κλείθροις, Plat. Ax. 371 b; u. med., ὀχυροῦσθαι τὰ τείχη φύλαξιν, Xen. Cyr. 5, 4, 39; Pol. 14, 2, 3 u. öfter, auch einmal im act., 14, 9, 9; Sp.; ὀχυρωτέος, Plut. Mar. 18.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
pqp. Pass. ὠχυρώμην;
fortifier;
Moy. ὀχυρόομαι, ὀχυροῦμαι m. sign.
Étymologie: ὀχυρός.

Russian (Dvoretsky)

ὀχῠρόω: тж. med.
1) укреплять (τὰ πρόπυλα σιδηροῖς κλείθροις ὀχυροῦται Plat.; ὀ. τὴν πόλιν Polyb.; ὀ. τὰς πύλας Plut.);
2) воен. обеспечивать (τὰ τείχη φύλαξιν Xen.).

Greek (Liddell-Scott)

ὀχῠρόω: καθιστῶ τι ἰσχυρόν, ἀσφαλές, ὀχυρώνω, τὴν πόλιν Πολύβ. 14. 9, 9˙ - τὸ μέσ. ἁπλῶς ὡς τὸ ἐνεργ., Ξεν. Κύρ. 5. 4, 39, Πολύβ. 1. 18, 3. - Παθ., τὰ πρόπυλα κλείθροις ὀχυροῦνται Πλάτ. Ἀξίοχ. 371Β˙ πρόθυρα ὠχύρωτο Ἀριστ. π. Κόσμ. 6, 9.

Greek Monotonic

ὀχῠρόω: μέλ. -ώσω, καθιστώ σταθερό και ασφαλές, ενισχύω, σε Πολύβ.· το Μέσ. ακριβώς όπως το Ενεργ., σε Ξεν.

Middle Liddell


to make fast and sure, fortify, Polyb.: —the Mid. just like Act., Xen.