κατακυλίνδω

From LSJ
Revision as of 08:45, 15 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="bibl">LXX" to "<span class="bibl">LXX")

χρόνῳ μὲν ἀγρεῖ Πριάμου πόλιν ἅδε κέλευθος → in time this expedition will capture the city of Priam

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατακῠλίνδω Medium diacritics: κατακυλίνδω Low diacritics: κατακυλίνδω Capitals: ΚΑΤΑΚΥΛΙΝΔΩ
Transliteration A: katakylíndō Transliteration B: katakylindō Transliteration C: katakylindo Beta Code: katakuli/ndw

English (LSJ)

or κατακτῠπ-κυλίω (J.BJ6.1.6:—Med., v. infr.), roll down, D.H.11.26, LXXJe.28(51).25:—Med., λίθους κατακυλιομένους Arr. Tact.11.6:—Pass., to be rolled down or thrown off, Hdt.1.84, 5.16; κατακεκυλισμένοι ἀπὸ τῶν ἵππων X.Cyr.5.3.1:—pres. κατακῠλινδέω J.BJ4.1.10; impf. κατεκυλίνδουν D.C.56.14.

German (Pape)

[Seite 1357] oder κατακυλίω, herabwälzen, herabrollen; μὴ κατακυλισθῇ Her. 5, 16; κατακεκυλισμένοι ἀπὸ τῶν ἵππων Xen. Cyr. 5, 3, 1; Sp., wie D. Hal. 4, 26. – Adj. verb. κατακυλιστός, Sp.

French (Bailly abrégé)

ou mieux κατακυλίω;
ao. Pass. κατεκυλίσθην, part. pf. Pass. κατακεκυλισμένος;
faire rouler de haut en bas.
Étymologie: κατά, κυλίνδω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-κυλίνδω, pass. naar beneden gerold worden:. κατακεκυλισμένοι ἀπὸ τῶν ἵππων van hun paarden geworpen Xen. Cyr. 5.3.1.

Russian (Dvoretsky)

κατακῠλίνδω: Her., Xen. = κατακυλίω.

Greek Monolingual

κατακυλίνδω (Α)
κατακυλίω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + κυλίνδω «κυλάω»].

Greek Monotonic

κατακῠλίνδω: ή -κυλίω, μέλ. -κυλίσω [ῑ]· Παθ. αόρ. βʹ -εκυλίσθην· κυλώ προς τα κάτω — Παθ., κυλιέμαι προς τα κάτω ή ρίχνομαι, γκρεμίζομαι, σε Ηρόδ., Ξεν.

Greek (Liddell-Scott)

κατακῠλίνδω: ἢ -κυλίω: μέλλ. -κυλίσω ῑ: ἀόρ. παθ. κατεκυλίσθην:- κυλίω πρὸς τὰ κάτω, κατεκύλιον ὑπερμεγέθεις πέτρας ἄνωθεν Διον. Ἁλ. 11. 26, Ἑβδ. (Ἱερ. ΝΑ', 25). - Παθ., κυλίομαι πρὸς τὰ κάτω, ἐκρίπτομαι, κρημνίζομαι Ἡρόδ. 1. 84., 5. 16· κατακεκυλισμένοι ἀπὸ τῶν ἵππων Ξεν. Κύρ. 5. 3, 1· ἀπὸ τῶν πετρῶν κατακυλισθέντα διεφθάρησαν Δικ. περ. ὄρ. Πηλ. σ. 142, 9·- ἐνεστώς τις κατακυλινδέω ἀπαντᾷ παρὰ Δίωνι Κ. 56. 14· εὕρηνται καὶ τὰ παράγωγα κατακυλιστὸς καὶ κατακύλισμα.

Middle Liddell

or -κυλίω fut. -κυλίσω aor2 pass. -εκυλίσθην
to roll down:—Pass. to be rolled down or thrown off, Hdt., Xen.