δίμορφος

From LSJ
Revision as of 12:36, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

Φίλους ἔχων νόμιζε θησαυροὺς ἔχειν → Tibi si est amicus, esse thesaurum puta → Mit Freunden, glaub es nur, besitzt du einen Schatz

Menander, Monostichoi, 526
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δίμορφος Medium diacritics: δίμορφος Low diacritics: δίμορφος Capitals: ΔΙΜΟΡΦΟΣ
Transliteration A: dímorphos Transliteration B: dimorphos Transliteration C: dimorfos Beta Code: di/morfos

English (LSJ)

[ῐ], ον, two-formed, Lyc.111,892; of twin form, Vett. Val.13.3; androgynous, D.S.32.12.

Spanish (DGE)

-ον
• Prosodia: [-ῐ-]
1 biforme ref. a anim. y seres míticos o fabulosos de naturaleza mixta Μίνω γόνος del Minotauro, mitad hombre y mitad toro, E.Fr.Phot.34, δράκων de Erecteo, monstruo c. cabeza de hombre y cuerpo de serpiente, Lyc.111, θεός de Tritón, mitad hombre y mitad pez, Lyc.892, cf. Corn.ND 22, θηρίον de la esfinge, D.S.4.64, ζῷα κητώδη χερσαῖα καὶ δίμορφα de anim. no identificados de Arabia, D.S.2.54, τραγέλαφοι καὶ βούβαλοι καὶ ἄλλα γένη δίμορφα ζῴων D.S.2.51
de Dioniso, diversamente interpretado, D.S.4.5, cf. Orph.H.30.3
cóm. ref. Sócrates Com.Adesp.386 (pero v. διάμορφος II 2).
2 doble del signo de Piscis, Vett.Val.12.20, δύναμις Dam.in Prm.198
subst. τὸ δ. forma doble, figura doble de la representación de Jano en las monedas, Plu.2.274f.

German (Pape)

[Seite 631] doppeltgestaltig, Lycophr. 111. 892; vom Hermaphroditen, D. Sic. exc. p. 519, 8.

Russian (Dvoretsky)

δίμορφος: имеющий двойную форму, двуобразный Diod., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

δίμορφος: -ον, δύο μορφὰς ἔχων, Λυκόφρ. 111, 892· ἀνδρογύνης, ἑρμαφρόδιτος, Διόδ. Ἐκλογ. 2. 522.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM δίμορφος, -ον)
1. αυτός που έχει ή παρουσιάζεται με δύο μορφές
2. (για χημική ουσία) αυτή που παρουσιάζεται με δύο διαφορετικές κρυσταλλικές καταστάσεις
αρχ.
ο αποτελούμενος από δύο μορφές, ερμαφρόδιτος.