ἀπολείχω

From LSJ
Revision as of 18:25, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

κρῖναι δὲ λόγῳ πολύδηριν ἔλεγχον ἐξ ἐμέθεν ῥηθέντα → judge by reason the too much contested argument which has been given by me

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπολείχω Medium diacritics: ἀπολείχω Low diacritics: απολείχω Capitals: ΑΠΟΛΕΙΧΩ
Transliteration A: apoleíchō Transliteration B: apoleichō Transliteration C: apoleicho Beta Code: a)polei/xw

English (LSJ)

lick off, ἕλκη, v.l. for ἐπι-, A.R.4.478, cf. Epic. in Arch.Pap.7.6, Ath.6.250a, Sch.Il.Oxy.221ii33; lick clean, c. gen. partit., φόνου Ev.Luc.16.21.

Spanish (DGE)

lamer c. ac. τὸν σίαλον Ath.250a, cf. Sch.Er.Il.21.123 (p.85)
c. gen. τρὶς δ' ἀπέλειξε φόνου tres veces lamió la sangre A.R.4.478.

German (Pape)

[Seite 311] ablecken, Ath. VI, 250 a.

French (Bailly abrégé)

essuyer en léchant.
Étymologie: ἀπό, λείχω.

Russian (Dvoretsky)

ἀπολείχω: слизывать, облизывать (τὰ ἕλκη NT - v.l. ἐπιλείχω).

Greek (Liddell-Scott)

ἀπολείχω: λείχων ἀφαιρῶ ἔκ τινος, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 478· λείχω, λείχων καθαρίζω τι, οἱ κύνες ἀπέλειχον τὰ ἕλκη αὐτοῦ Εὐαγγ. Λουκ. ις΄, 21.

English (Strong)

from ἀπό and leicho (to "lick"); to lick clean: lick.

English (Thayer)

(imperfect ἀπέλειχον); to lick off, lick up: R G; cf. ἐπιλείχω. (Apollonius Rhodius, 4,478); Athen. vi. c. 13, p. 250a.)

Greek Monolingual

ἀπολείχω (Α) λείχω
αφαιρώ, καθαρίζω γλείφοντας.

Greek Monotonic

ἀπολείχω: μέλ. -ξω, καθαρίζω γλείφοντας, λέγεται για σκύλους, σε Καινή Διαθήκη

Middle Liddell

to lick clean, NTest.

Chinese

原文音譯:¢pole⋯cw 阿坡-累何
詞類次數:動詞(1)
原文字根:從-舐
字義溯源:餂淨,餂,舐;由(ἀπό / ἀπαρτί / ἀποπέμπω)*=從,出,離)與(λειτουργός)X*=舔,舐)組成。(註:和合本以 (ἐπιλείχω)代替 (ἀπολείχω / ἐπιλείχω / λείχω / περιλείχω))
出現次數:總共(1);路(1)
譯字彙編
1) 舐(1) 路16:21