ὀνειδισμός
English (LSJ)
ὁ, reproach, Ep. Rom.15.3 (pl.), al., J.AJ19.7.1, Plu.Art.22; calumny, Vett.Val.65.7, 73.10 (both pl.).
German (Pape)
[Seite 345] ὁ, die Schmähung, Beschimpfung, der Vorwurf, D. Hal. u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
injure, outrage, ou simpl. reproche.
Étymologie: ὀνειδίζω.
Russian (Dvoretsky)
ὀνειδισμός: ὁ Plut., NT = ὀνείδισμα.
Spanish
Greek (Liddell-Scott)
ὀνειδισμός: ὁ, τὸ ὀνειδίζειν, μέμψις, ὕβρις, Πλουτ. Ἀρτοξ. 22.
English (Strong)
English (Thayer)
ὀνειδισμοῦ, ὁ (ὀνειδίζω) (cf. Winer's Grammar, 24), a reproach: ὁ ὀνειδισμός τοῦ Χριστοῦ i. e. such as Christ suffered (for the cause of God from its enemies), Winer's Grammar, 189 (178). (Plutarch, Artax. 22; (Dionysius Halicarnassus); the Sept. chiefly for חֶרְפָּה.)
Greek Monolingual
(ΑΜ ὀνειδισμός) ονειδίζω
1. ύβρις, προσβολή
2. μομφή
3. χλευασμός, ταπείνωση
4. επίπληξη
αρχ.
συκοφαντία, διαβολή.
Chinese
原文音譯:ÑneidismÒj 哦尼笛士摩士
詞類次數:名詞(5)
原文字根:責備 相當於: (חֶרְפָּה)
字義溯源:侮辱,辱罵,譴責,毀謗,凌辱;源自(ὀνειδίζω)=誹謗),而 (ὀνειδίζω)又出自(ὄνειδος)*=醜名)。參讀 (αἰδώς / δέος)同義字
出現次數:總共(5);羅(1);提前(1);來(3)
譯字彙編:
1) 所受的凌辱(1) 來13:13;
2) 凌辱(1) 來11:26;
3) 被毀謗(1) 來10:33;
4) 毀謗(1) 提前3:7;
5) 辱罵(1) 羅15:3