σκαλαβώτης
From LSJ
καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)
English (LSJ)
ου, ὁ, spotted lizard, gecko, Platydactylus mauretanicus, Tarentola mauritanica; later form for ἀσκαλαβώτης, Orac. ap. Eus.PE 5.12 (s. v.l.).
German (Pape)
[Seite 888] ὁ, sp. Form für ἀσκαλαβώτης, vgl. Mein. Meandr. p. 69.
Greek (Liddell-Scott)
σκᾰλᾰβώτης: -ου, ὁ, μεταγεν. τύπος τοῦ ἀσκαλαβώτης, Ἑκάτη παρ’ Ευσ. ἐν Εὐαγγ. Προπ. 200C· ἀλλ’ ὁ Meineke εἰς Ἕλλ. Κωμικ. 4. 124, προτείνει καλαβώταις.
Greek Monolingual
ὁ, Α
πιθ. κατάστικτη σαύρα, ασκαλαβώτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀσκαλαβώτης «κατάστικτη σαύρα», με σίγηση του αρκτικού άτονου α-].