ῥέγχω

From LSJ
Revision as of 18:55, 25 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " τοῡ " to " τοῦ ")

ὕδωρ δὲ πίνων οὐδὲν ἂν τέκοι σοφόν → by drinking water you would never create anything great

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥέγχω Medium diacritics: ῥέγχω Low diacritics: ρέγχω Capitals: ΡΕΓΧΩ
Transliteration A: rhénchō Transliteration B: rhenchō Transliteration C: rencho Beta Code: r(e/gxw

English (LSJ)

v. ῥέγκω.

German (Pape)

[Seite 837] gemeine Form statt des att. ῥέγκω; Parmenio 15 (IX, 4); Plut. Cat. mai. 9; u. med., Pallad. 56 (XI, 343).

French (Bailly abrégé)

f. ῥέγξω, ao. ἔρρεγξα, pf. inus.
ronfler.
Étymologie: onomat.

Greek Monolingual

ῥέγχω ΝΜΑ, και ῥέγκω ΜΑ
ροχαλίζω (α. «εἰς τὴν κοίλην τοῦ πλοίου καὶ ἐκάθενδε καὶ ἔρρεγχε», ΠΔ
β. «καὶ ῥέγχει καθεύδων», Αριστοτ.)
μσν.-αρχ.
μτφ. (για την ψυχή) κοιμάμαι βαριά, βρίσκομαι σε κατάσταση αναισθησίας και αδιαφορίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. ῥέγκω / ῥέγχω όπως και οι υπόλοιποι τ. που συνδέονται με αυτό είναι εκφραστικοί όροι, προϊόντα ονοματοποιίας, και εμφανίζουν ποικιλία μορφών (πρβλ. ῥογχάζω, ῥόγχος, ῥωγμός, ῥογμός, ῥώχω). Η δασεία τών τύπων προέρχεται από αρκτικό s- ή F-. Κατά μια άποψη, οι τ. αυτοί μπορούν να αναχθούν σε ΙΕ ρίζα srenk-/ srungh- «ροχαλίζω» και να συνδεθούν με τ. της Κελτικής (πρβλ. αρχ. ιρλ. srennim «ροχαλίζω», μεσ. ιρλ. srēimm «ροχαλητό») και πιθ. και με τη λ. ῥύγχος].

Russian (Dvoretsky)

ῥέγχω: Arst., Plut., med. Anth. = ῥέγκω.