κόντιλος

From LSJ
Revision as of 14:16, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

κοινὸν τύχη, γνώμη δὲ τῶν κεκτημένων → good luck is anyone's, judgment belongs only to those who possess it

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κόντῐλος Medium diacritics: κόντιλος Low diacritics: κόντιλος Capitals: ΚΟΝΤΙΛΟΣ
Transliteration A: kóntilos Transliteration B: kontilos Transliteration C: kontilos Beta Code: ko/ntilos

English (LSJ)

ὁ, Dim. of κοντός (A) (sens. obsc.), Eup.334.

Greek (Liddell-Scott)

κόντῐλος: ὁ, ὑποκορ. τοῦ κοντὸς (μετ’ αἰσχρᾶς σημασ.), Εὔπολ. ἐν Ἀδήλ. 43· πρβλ. Κραμήρ. Ἀνέκδ. Παρ. 4. 76.

Greek Monolingual

κόντιλος, ὁ (Α)
(υποκορ. του κοντός) κοντούλης, κοντούτσικος, μικρούτσικος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοντός (Ι) + κατάλ. -ιλος (πρβλ. στρόβ-ιλος < στρόβος)].