Canopus
ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → it's better for a stranger to keep silence than to shout (Menander)
English > Greek (Woodhouse)
Κάνωβος, ὁ.
man of Canopus: Κανωβίτης, -ου, ὁ.
of Canopus, adj.: Κανωβικός.
Latin > English (Lewis & Short)
Cănōpus: (-pŏs), i, m., = Κάνωπος,
I the brightest star in the constellation Argo (visible in Southern Europe), Manil. 1, 215; Vitr. 9, 4 (7); Plin. 2, 70, 71, § 178; Luc. 8, 181 (scanned Cănŏpŭs, Mart. Cap. 7, § 808).
Cănōpus: i, m., = Κάνωβος, rarely Κάνωπος; cf. Quint. 1, 5, 13.
I An islandtown in Lower Egypt, on the western mouth of the Nile; acc. to the fable, named after the pilot of Menelaus, who died there: Canopus (Canobus in Serv. ad Verg. G. 4, 287), Mel. 2, 7, 6; Plin. 5, 31, 34, § 128; Tac. A. 2, 60: famosus, i. e. notorious for its luxury, Juv. 15, 46; cf. id. 1, 26; 6, 84; Sen. Ep. 37, 3.—
2 Meton., Lower Egypt; cf. Prop. 3 (4), 11, 39; Verg. G. 4, 287 Heyne.—Also the whole of Egypt, Luc. 10, 64.—
II Derivv.
1 Cănōpĭcus, a, um, adj., of Canopus: Nili ostium, Mel. 1, 9, 9; 2, 7, 6; Plin. 5, 10, 11, § 62 sq.; 5, 31, 34, § 128: arbor, id. 12, 24, 51, § 109.—
2 Cănōpēus (four syll.), a, um, adj., of Canopus: litora, Cat. 66, 58. —
3 Cănōpītis, e, the same: collyrium, Cels. 6, 6.—
4 Cănōpītānus, a, um, the same: ostium, Sol. 31.—
5 Subst.: Cănō-pītae, ārum, m., the inhabitants of Canopus, Cic. ap. Quint. 1, 5, 13.
Latin > French (Gaffiot 2016)
(1) Cănōpus, ī, m., étoile qui fait partie de la constellation Argo [ancienne constellation du navire Argo, auj. divisée en Carène, Poupe et Voiles. Canopus est auj. rattachée à la constellation de la Carène] : Manil. 1, 215 ; Plin. 2, 178.
(2) Cănōpus¹² (-pos), ī, m. (Κάνωβος et Κάνωπος), Canope [ville de la Basse-Égypte] : Tac. Ann. 2, 60 || [poét.] Basse-Égypte, Égypte : Prop. 3, 11, 39 || -ĕus, -ĭus, -ĭcus, a, um, de Canope, canopique : Ambr. Ep. 18, 35 ; Isid. Orig. 14, 3, 28 ; Plin. 5, 62 || -ītæ, ārum, m., habitants de Canope : Cic. d. Quint. 1, 5, 13 || sing. -ītēs, æ, Cels. Med. 6, 6 || -ītānus, a, um, de Canope : Sol. 32, 42.
(3) Cănōpus, ī, m., amiral de la flotte d’Osiris, divinisé après sa mort : Rufin. Aqu. Hist. eccl. 11, 26.
Latin > German (Georges)
(1) Canōpus1, ī, f. (Κάνωβος, selten Κάνωπος; vgl. Quint. 1, 5, 12), I) Stadt in Unterägypten, an der kanopischen (od. westl.) Nilmündung, der Sage nach Gründung der Spartaner zu Ehren des in der Gegend verstorbenen Canopus, des Steuermanns des Menelaus, Tac. ann. 2, 60; vgl. Dict. Cret. 6, 1: berüchtigt wegen der dort herrschenden Üppigkeit (Κανωβισμός), dah. Canopus famosus, Iuven. 15, 46; vgl. 6, 84. Sen. ep, 51, 3. – meton. für Unterägypten, Verg. georg. 4, 287: u. für ganz Ägypten, Lucan. 10, 64. Iuven. 1, 26. – Dav.: A) Canōpīus, a, um, kanopisch, litora, Catull. 66, 58.: Nbf. Canopaeus, Isid. 14, 3, 28. – B) Canōpicus, a, um (Κανωβικός), kanopisch, Nili ostium C., Mela u. Plin.: arbor C., Plin. – subst., Canōpica, ōrum, n., kanopisches Backwerk, Anthol. Lat. 199, 48 R. – C) Canōpītēs, ae, m., der aus Kanopus Gebürtige, der Kanopite, Canopitae collyrium, Cels. 6, 6, 25 u. 28. – Plur. Canōpītae, ārum, m. (Κανωβιται), die Einw. von Kanopus, die Kanopiten, Cic. b. Quint. 1, 5, 13. – D) Canōpītānus, a, um, kanopitanisch, ostium, Solin. 32, 42. – II) eine kleine unbewohnte Insel vor der kanopischen Nilmündung, Mela 2, 7, 6 (2. § 103). Auct. b. Alex. 25, 5.
(2) Canōpus2 u. -os, ī, m. (Κάνωπος), ein Stern erster Größe im Schiffe Argo, einem Sternbilde auf der südlichen Halbkugel, nur im südl. Europa sichtbar, Manil. 1, 215. Plin. 2, 178. Lucan. 8, 181: stella Canopi, Vitr. 9, 5, 4. – / Canŏpos gemessen b. Mart. Cap. 8. § 808.
Wikipedia EN
In Greek mythology, Canopus or Canobus (Ancient Greek: Κάνωβος) was the pilot of the ship of King Menelaus of Sparta during the Trojan War.
Wikipedia EL
Στην ελληνική μυθολογία ο Κάνωπος ή Κάνωβος ήταν ένας Αμυκλαίος γνωστός από το ότι συμμετείχε στην Τρωική Εκστρατεία ως ο πλοίαρχος και πλοηγός του Μενελάου.
Μετά την άλωση της Τροίας ο στόλος του Μενελάου έφθασε στα ανοικτά του Σουνίου και μετά στο ακρωτήριο Μαλέας. Μια τρικυμία όμως εκεί τον παρέσυρε στην Κρήτη, σε βραχώδη ακτή της οποίας καταστράφηκαν τα περισσότερα πλοία του. Μετά την Κρήτη, το πλοίο του Μενελάου, κυβερνώμενο από τον Κάνωπο, βρέθηκε στην Αίγυπτο, όπου κατά την Οδύσσεια παρέμειναν 5 χρόνια. Ο Κάνωπος ήταν πολύ ωραίος άνδρας, με συνέπεια να τον ερωτευθεί η Θεονόη, κόρη του βασιλιά της Αιγύπτου Πρωτέως, αλλά περιφρονήθηκε από αυτόν. Λίγο καιρό αργότερα ο Κάνωπος πέθανε από δάγκωμα φιδιού. Ο Μενέλαος και η Ωραία Ελένη τον έθαψαν με τιμές στο νησί που από τότε πήρε το όνομά του και έμεινε γνωστό ως Νήσος του Κανώπου, στο στόμιο του Νείλου. Εξάλλου, ο πλοίαρχος του Μενελάου έδωσε το όνομά του και στην αιγυπτιακή πόλη Κάνωβο στην ίδια περιοχή.