αδυναμία

From LSJ
Revision as of 06:18, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (1)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τά γε μὰν λίνα πάντα λελοίπει ἐκ Μοιρᾶν → but all the thread granted him by the Fates had run out

Source

Greek Monolingual

η (Α ἀδυναμία) ἀδύναμος
1. η λόγω ασθένειας, κόπωσης ή ελλιπούς τροφής καταβολή των σωματικών δυνάμεων, εξασθένηση, εξάντληση, ατονία
2. έλλειψη ικανότητας για κάτι, ανικανότητα
νεοελλ.
1. ελάττωμα, κακή συνήθεια
2. υπερβολική συμπάθεια, μεγάλη αγάπη
αρχ.
έλλειψη πόρων, φτώχεια.