ἀθυρόγλωττος

From LSJ
Revision as of 17:14, 8 November 2022 by Spiros (talk | contribs)

ἐὰν ἃ τοῖς ἄλλοις ἐπιτιμῶμεν, αὐτοὶ μὴ δρῶμεν → avoid doing what you would blame others for doing

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀθῠρόγλωττος Medium diacritics: ἀθυρόγλωττος Low diacritics: αθυρόγλωττος Capitals: ΑΘΥΡΟΓΛΩΤΤΟΣ
Transliteration A: athyróglōttos Transliteration B: athyroglōttos Transliteration C: athyroglottos Beta Code: a)quro/glwttos

English (LSJ)

ον, loquacious, incapable of holding one's tongue, one that cannot keep his mouth shut, ceaseless babbler, E. Or. 903 (ἀθυρόγλωσσος).

Spanish (DGE)

(ἀθῠρόγλωσσος) -ον
• Alolema(s): ἀθυρόγλωττος Epiph.Const.Haer.26.10.10, 26.17.4, Eust.723.51, Sud.s.u. ἀλογεῖν
1 charlatán, gárrulo, ἀνήρ τις E.Or.903, cf. Poll.2.109, AP 16.132 (Theodorid.), Clem.Al.Strom.7.7.44, de Cicerón, D.C.46.18.4, τόλμη Epiph.Const.Haer.26.17.4, πόρναις δὲ καὶ ἀθυρογλώττοις ὁμοδίαιτος ὑπάρχειν Sud.l.c.
subst. τὸ ἀθυρόγλωσσον = la garrulería Eust.l.c.
2 adv. ἀθυρογλώττως = gárrulamente, ἀθυρογλώττως βλασφημοῦντες Epiph.Const.Haer.26.10.10.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
d'une langue sans frein, bavard impénitent.
Étymologie: ἄθυρος, γλῶττα.

Russian (Dvoretsky)

ἀθῠρόγλωττος: невоздержанный (дерзкий) на язык (ἀνήρ Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀθῠρόγλωττος: -ον, ὁ μὴ δυνάμενος νὰ τηρήσῃ τὸ στόμα κλειστὸν ἐκ τῆς ἀθυρογλωσσίας (ᾧ γλώσσῃ θύραι οὐκ ἐπίκεινται, Θέογν. 421), ὁ ἔχων στόμα ἀπύλωτον, ὁ ἀδιακόπως λαλῶν, Εὐρ. Ὀρ. 903.

Greek Monotonic

ἀθῠρόγλωττος: -ον (θύρα, γλῶττα), αυτός που δεν μπορεί να κρατήσει το στόμα του κλειστό, που φλυαρεί αδιάκοπα, πολυλογάς, σε Ευρ.

Middle Liddell

θύρα, γλῶττα
one that cannot keep his mouth shut, a ceaseless babbler, Eur.