ἐκνίζω

From LSJ
Revision as of 19:00, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

Ψεῦδος δὲ μισεῖ πᾶς σοφὸς καὶ χρήσιμος → Mendacium odit, qui vir est frugi et sapit → Die Lüge hasst der Weise und der Ehrenmann

Menander, Monostichoi, 554
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκνίζω Medium diacritics: ἐκνίζω Low diacritics: εκνίζω Capitals: ΕΚΝΙΖΩ
Transliteration A: eknízō Transliteration B: eknizō Transliteration C: eknizo Beta Code: e)kni/zw

English (LSJ)

A wash out, purge away, φόνον φόνῳ E.IT1224; of crimes, Pl.Ep.352c:—Med., wash off from oneself, οὐδέποτε ἐκνίψει τὰ πεπραγμένα σαυτῷ D.18.140; τὰ ἔθη γυναικῶν Ph.1.365; ἄγος φόνου Paus. 3.17.7; τὸ θνητόν Plu.2.499c. b ἐκνενιμμένοι τόποι washed away, POxy.1469.6 (iii A.D.). II wash clean, purify, ψυχήν AP14.74: metaph., restore to clarity, τὴν αἴσθησιν Aret. CA2.3:—Pass., ἐκνενιμμένη, of a cup, Eub.56.5; ἐκνιφθεὶς ὁ στόμαχος Philum. ap. Aët.9.3.

French (Bailly abrégé)

c. ἐκνίπτω.

Russian (Dvoretsky)

ἐκνίζω: и ἐκνίπτω (fut. ἐκνίψω)
1) омывать, очищать (ψυχήν Anth.);
2) смывать (φόνον φόνῳ Eur.; τὰ ἀνίατα Plat.); med. смывать с себя (τὰ πεπραγμένα Dem.; τὸ θνητόν Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐκνίζω: μέλλ. -νίψω, ἐκπλύνω, καθαρίζω, Λατ. eluere, diluere, φόνον φόνῳ, Εὐρ. Ἰ. Τ. 1224· ἐπὶ ἐγκλημάτων ἢ κακουργημάτων, Πλάτ. Ἐπιστ. 352C: - Μέσ. ἀποπλύνω ἀπ’ ἑμαυτοῦ, οὐδέποτε ἐκνίψῃ τὰ πεπραγμένα, Λατ. diluere crimina, Δημ. 274. 23· ἄγος φόνου Παυσ. 3. 17, 7· τὸ θνητὸν Πλούτ. 2. 499C. ΙΙ. ἐντελῶς ἐκπλύνω, καθαίρω, ἐξαγνίζω, Ἀνθ. Π. 14. 74: - Παθ., ἐκνενιμμένη, ἐπὶ κύλικος, Εὔβουλος ἐν «Κυβευταῖς» 1. 5.

Greek Monolingual

ἐκνίζω (Α)
1. ξεπλένω, καθαρίζω («φόνῳ φόνον μυσαρόν ἐκνίψω», Ευρ. Ιφ. Ταύρ.)
2. μέσ. ξεπλένω από πάνω μου
3. καθαρίζω, εξαγνίζω
4. κάνω κάτι διαυγές.

Greek Monotonic

ἐκνίζω: μέλ. -νίψω (προερχόμενο από το -νίπτω
I. ξεπλένω, καθαρίζω, σε Ευρ. — Μέσ., ξεπλένομαι, Λατ. diluere, οὐδέποτε ἐκνίψῃ τὰ πεπραγμένα, σε Δημ.
II. καθαίρω, εξαγνίζω, σε Ανθ.

Middle Liddell

fut. -νίψω [fut. -νίψω formed from -νίπτω
I. to wash out, purge away, Eur.:—Mid. to wash off from oneself, Lat. diluere, οὐδέποτε ἐκνίψῃ τὰ πεπραγμένα Dem.
II. to wash clean, purify, Anth.