δυσπιστέω
Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil
English (LSJ)
mistrust, τινί Plu.2.593a.
Spanish (DGE)
desconfiar, no creer, no dejarse convencer c. dat. τοῖς ὑπὸ Σιμμίου λεγομένοις αὐτοῦ Plu.2.593a, c. or. complet. ὅτι ἔρχονται οἱ ἐχθροί Mac.Aeg.Serm.B 48.4.8, sin rég. τὰ ... ἀφανῆ δυσπιστεῖν ποιεῖ las cosas ocultas provocan desconfianza, Corp.Herm.4.9, τί οὖν ὁ Γαβριὴλ πρὸς αὐτὴν δυσπιστοῦσαν; Hsch.H.Hom.6.3.1.
German (Pape)
[Seite 687] schwer glauben, τοῖς λεγομένοις Plut. gen. Socr. 23 A.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
f. δυσπιστήσω;
croire difficilement, τινι.
Étymologie: δυσ-, πιστός.
Greek (Liddell-Scott)
δυσπιστέω: δυσπιστῶ, δὲν ἐμπιστεύομαι, τινι Πλούτ. 2. 593 Α.
Russian (Dvoretsky)
δυσπιστέω: с трудом верить, не доверять (τοῖς λεγομένοις Plut.).