δυσημερία
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
English (LSJ)
Dor. -ᾱμερία, ἡ, unlucky day: mishap, misery, δυσαμεριᾶν πρύτανιν A.Fr.236; μοῖρα δυσαμερίας S.Fr.591, cf. Plu.Eum.9.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
• Alolema(s): dór. δυσᾱμερία A.Fr.236, S.Fr.591
• Morfología: [plu. gen. -ᾶν A.l.c.]
mal día, mala suerte, adversidad σφίγγα δυσαμεριᾶν πρύτανιν κύνα A.l.c., μοῖρα δυσαμερίας S.l.c., cf. LXX 2Ma.5.6, Plu.2.168c, Arist.3, Synes.Ep.8, Chrys.M.57.62.
German (Pape)
[Seite 680] ἡ, Unglückstag, Mißgeschick; Aesch. frg. bei Ar. Ran. 1287; Soph. Frg. 518; Plut. Eumen. 9 u. öfter; bes. im plur.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
mauvaise journée ; ennui, échec, malheur.
Étymologie: δυσ-, ἡμέρα.
Russian (Dvoretsky)
δυσημερία: дор. δυσᾱμερία ἡ тж. pl. неудача, неуспех, тж. несчастье, беда Aesch., Soph., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
δυσημερία: Δωρ. -ᾱμερία, ἡ, ἀτυχὴς ἡμέρα, δυστυχία, ἀθλιότης, δυσαμεριᾶν πρύτανιν Αἰσχύλ. (Ἀποσπ. 234) παρ’ Ἀριστοφ. Βατρ. 1287· μοῖρα δυσαμερίας Σοφ. Ἀποσπ. 518· πρβλ. Πλούτ. Εὐμ. 9.
Greek Monolingual
δυσημερία, η (Α)
1. άτυχη, θλιβερή ημέρα
2. δυστυχία, αθλιότητα.