Λίβυς

From LSJ
Revision as of 12:20, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

Βροτοῖς ἅπασι κατθανεῖν ὀφείλεται → Reddenda cunctis vita tamquam debitum → Den Tod erleiden schulden alle Sterblichen

Menander, Monostichoi, 69
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Λίβῠς Medium diacritics: Λίβυς Low diacritics: Λίβυς Capitals: ΛΙΒΥΣ
Transliteration A: Líbys Transliteration B: Libys Transliteration C: Livys Beta Code: *li/bus

English (LSJ)

[ῐ], ῠος, ὁ, A a Libyan, Hdt.4.181, al., S.El.702, etc.: and as adjective, = Λιβυκός, αὐλός E.Alc.346; Λ. καυλός, = σίλφιον, Antiph.217.13:—fem. Λίβυσσα [ῐ], Pi.P.9.105, S.Fr.11, Hdt.4.189, Call.Ap.86, Riv.Fil.57.379 (Crete):—also Λῐβυστικός, ή, όν, A.Eu.292, Fr.139, etc.; fem. also Λῐβυστίς, ίδος, ἡ, A.R.4.1753; cf. Λιβύη. II harmless kind of serpent, Nic.Th.490. III = λουτροφόρος 2, Hsch.

French (Bailly abrégé)

υος;
adj. m.
de Libye ; οἱ Λίβυες les Libyens, ou les Grecs de Cyrénaïque.

Russian (Dvoretsky)

Λίβυς: υος (ῐ) adj. m ливийский Eur. etc.
υος ὁ ливиец Pind., Soph. etc.

Greek (Liddell-Scott)

Λίβῠς: [ῐ], ῠος, ὁ, ὁ ἐκ Λιβύης Ἡρόδ. 4. 181, κ. ἀλ., Σοφ. Ἠλ. 702, κτλ.· καὶ ὡς ἐπίθ. = Λιβυκός, Εὐρ. Ἄλκ. 346, κτλ.· Λ. καυλὸς = σίλφιον, Ἀντιφάν. ἐν «Φιλοθηβαίῳ» 1. 13· θηλ. Λίβυσσα, Πινδ. Π. 9. 181, Σοφ. Ἀποσπ. 16· ὡσαύτως, Λιβυστικός, ή, όν, Αἰσχύλ. Εὐμ. 292, Ἀποσπ. 129, κτλ.· θηλ. ὡσαύτως Λιβυστίς, -ίδος, ἡ, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1753· πρβλ. Λιβύη. ΙΙ. εἶδος ἀβλαβοῦς ὄφεως, Νικ. Θ. 490. ΙΙΙ. = λουτροφόρος 2, Ἡσύχ.

English (Slater)

Λῐβυς
1 Libyan οὕτω δ' ἐδίδου Λίβυς ἁρμόζων κόρᾳ νυμφίον ἄνδρα Antaios (P. 9.117)

Greek Monolingual

Λίβυς, -υος, ὁ, θηλ. Λίβυσσα και Λιβυστίς, -ίδος (Α) Λιβύη
1. αυτός που κατάγεται από τη Λιβύη
2. ως επίθ. λιβυκός.

Greek Monotonic

Λίβῠς: [ῐ], -ῠος, ὁ, αυτός που προέρχεται από τη Λιβύη, σε Ηρόδ., κ.λπ.· ως επίθ. = Λιβυκός, σε Ευρ.· θηλ. Λίβυσσα[ῐ], σε Πίνδ.· επίσης, Λυβιστικός, , -όν, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

Λῐ́βῠς, ῠος, ὁ,
a Libyan, Hdt., etc.; and as adj. = Λιβυκός, Eur.; fem. Λίβυσσα, Pind.; also Λιβυστικός, ή, όν, Aesch.