οἴκισις
From LSJ
ὀλιγαρχία δὲ τῶν μὲν κινδύνων τοῖς πολλοῖς μεταδίδωσι͵ τῶν δ΄ ὠφελίμων οὐ πλεονεκτεῖ μόνον, ἀλλὰ κτλ. → But an oligarchy gives the many a share of the danger, and not content with the largest part takes and keeps the whole of the profit (Thucyd. 6.39)
English (LSJ)
εως, ἡ, colonization, Th.5.11, 6.4.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action de fonder une colonie.
Étymologie: οἰκίζω.
Russian (Dvoretsky)
οἴκῐσις: εως ἡ основание колонии или колоний, колонизация Thuc.
Greek (Liddell-Scott)
οἴκῐσις: ἡ, ἡ ὑπὸ ἐποίκων κατάληψις τόπου τινός, ἀποίκισις, Θουκ. 5. 11., 6. 4. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 3.
Greek Monotonic
οἴκῐσις: ἡ (οἰκίζω), ενίσχυση ντόπιου πληθυσμού με έλευση νέων κατοίκων, αποικισμός, σε Θουκ.
Middle Liddell
οἴκῐσις, ιος, ἡ, οἰκίζω
a peopling, colonisation, Thuc.