νοσηλεύω

From LSJ
Revision as of 15:00, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

κραδίη δέ μοι ἔξω στηθέων ἐκθρῴσκει → my heart is leaping forth from my bosom, be panic-stricken, my heart is beating outside my chest

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νοσηλεύω Medium diacritics: νοσηλεύω Low diacritics: νοσηλεύω Capitals: ΝΟΣΗΛΕΥΩ
Transliteration A: nosēleúō Transliteration B: nosēleuō Transliteration C: nosileyo Beta Code: noshleu/w

English (LSJ)

A tend a sick person, τινα Isoc.19.25, Anaxil.19, Phylarch.61 J., Babr.13.8; οἱ νοσηλεύοντες = physicians, doctors, IGRom.1.1228 (Egypt); οἱ νοσηλεύσαντες = physicians, doctors, Plut. Sanit. 123d. II Pass., need medical attendance, to be sick, J.BJ4.1.9, App.BC2.28, Gal.8.291, Asp.in EN26.17; ν. τρυφηλῶς Jul.Or.6.181d.

French (Bailly abrégé)

soigner un malade.
Étymologie: νόσος.

Russian (Dvoretsky)

νοσηλεύω: (тж. ν. τινά Isocr.) ухаживать за больным Plut.

Greek (Liddell-Scott)

νοσηλεύω: περιποιοῦμαι νοσοῦντα, τινὰ Ἰσοκρ. 389D, Βαβρ. 13. 8· ὁ νοσηλεύων, ἰατρός, Συλλ. Ἐπιγρ. 4767. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «νοσηλεύεται· νοσεῖ: ἢ νοσοῦντι ὑπηρετεῖ». 2) κάμνω τινὰ ἀσθενῆ, Ἀναξίλας ἐν «Μαγείροις» 1· ― Παθητ., ἔχω ἀνάγκην ἰατρικῆς ἐπιμελείας, εἶμαι ἀσθενής, Ἀππ. Ἐμφύλ. 2. 28, Ἰουλιαν. 181C.

Greek Monolingual

(ΑΜ νοσηλεύω) νοσηλός
1. παρέχω ιατρική περίθαλψη σε άρρωστο, θεραπεύω ασθενή
2. (το παθ.) νοσηλεύομαι
θεραπεύομαι με τη φροντίδα ειδικευμένου νοσηλευτικού προσωπικού
αρχ.
1. περνώ τη ζωή μου σαν να είμαι άρρωστος, δηλαδή με πολλές περιποιήσεις και ανέσεις
2. καθιστώ κάποιον ασθενή.

Greek Monotonic

νοσηλεύω: μόνο σε ενεστ., φροντίζω ασθενή, σε Βάβρ.

Middle Liddell

νοσηλεύω, only in pres.]
to tend a sick person, Babr.