διόβολος

From LSJ
Revision as of 11:20, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

Πέτρος Ἰουδαίοις τάδε πρῶτα τεθέσπικε πιστοῖς → Peter has laid down the following first writing for the Jewish faithful

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διόβολος Medium diacritics: διόβολος Low diacritics: διόβολος Capitals: ΔΙΟΒΟΛΟΣ
Transliteration A: dióbolos Transliteration B: diobolos Transliteration C: diovolos Beta Code: dio/bolos

English (LSJ)

ον, = διόβλητος 1, of the thunderbolt, κτύπος S. OC 1464 (lyr.), E. Alc. 128 (lyr.).

Spanish (DGE)

-ον
procedente de Zeus, enviado por Zeus κτύπος S.OC 1464, πλῆκτρον E.Alc.128.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
lancé par Zeus.
Étymologie: Διός, gén. de Ζεύς, βάλλω.

Greek Monolingual

διόβολος, -ον (Α)
(για κεραυνό) ριγμένος από τον Δία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < διο- + -βολος < βάλλω].

Russian (Dvoretsky)

διόβολος: брошенный Зевсом (πλᾶκτρον πυρὸς κεραυνίου Eur.): κτύπος δ. Soph. гром, ниспосланный Зевсом.