ταχύϊππος
From LSJ
τίς γὰρ ἁδονᾶς ἄτερ θνατῶν βίος ποθεινὸς ἢ ποία τυραννίς; τᾶς ἄτερ οὐδὲ θεῶν ζηλωτὸς αἰών → What human life is desirable without pleasure, or what lordly power? Without it not even the life of the gods is enviable.
English (LSJ)
ον, riding fast, Sch. Ar. Nu. 729.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που έχει γρήγορα άλογα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ- + ἵππος «άλογο» (πρβλ. φίλ-ιππος)].