ἀποδάσμιος

From LSJ
Revision as of 18:05, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

ἐν δὲ δικαιοσύνῃ συλλήβδην πᾶσ' ἀρετὴ ἔνι → in justice is all virtue found in sum, in justice is every virtue there is, in justice every virtue is brought together, justice contains in itself all the virtues

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποδάσμιος Medium diacritics: ἀποδάσμιος Low diacritics: αποδάσμιος Capitals: ΑΠΟΔΑΣΜΙΟΣ
Transliteration A: apodásmios Transliteration B: apodasmios Transliteration C: apodasmios Beta Code: a)poda/smios

English (LSJ)

ον, parted off, Φωκέες ἀ. parted from the rest, Hdt. 1.146; ἀ. αἶσα a share apportioned, Opp.H.5.444.

Spanish (DGE)

-ον
1 separado del resto de la metrópoli Φωκέες Hdt.1.146, γένος ... ἐκ τοῦ Εὐρωπαίου ἀποδάσμιον D.C.Epit.9.20.14, cf. Hsch.
2 proporcionado αἶσα Opp.H.5.444.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
détaché d'un tout.
Étymologie: ἀποδασμός.

Russian (Dvoretsky)

ἀποδάσμιος: отделившийся, оторвавшийся (от своих) (Φωκέες Her.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀποδάσμιος: -ον, ἀποκεχωρισμένος, Φωκέες ἀπ., ἀποκεχωρισμένοι ἀπὸ τῶν λοιπῶν, Ἡρόδ. 1. 146· - «ἀποδάσμιοι· ἀποδεδασμένοι» Ἡσύχ.: - ἀπ. αἶσα, μερίδιον ἀποχωρισθὲν διά τινα, Ὀππ. Ἁλ. 5. 444· πρβλ. ἀποδατέομαι ΙΙ.

Greek Monolingual

ἀποδάσμιος, -ον (Α) αποδατούμαι
αποχωρισμένος, χωριστός.

Greek Monotonic

ἀποδάσμιος: -ον, αυτός που έχει αποχωριστεί από τους υπολοίπους, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

[from ἀποδασμός
parted from the rest, Hdt.