παραθαρρύνω
From LSJ
Πάντα οὖν ὅσα ἐὰν θέλητε ἵνα ποιῶσιν ὑμῖν οἱ ἄνθρωποι, οὕτως καὶ ὑμεῖς ποιεῖτε αὐτοῖς· οὗτος γάρ ἐστιν ὁ νόμος καὶ οἱ προφῆται → Therefore as many things as you would like people to do for you, do also the same for them: that is the Torah, that is the prophets! (Matthew 7:12)
French (Bailly abrégé)
donner du courage, de la confiance à, acc..
Étymologie: παρά, θαρρύνω.
Russian (Dvoretsky)
παραθαρρύνω: староатт. παραθαρσύνω (ῡ) ободрять, поощрять (τοὺς στρατιώτας Xen.; σφᾶς αὐτούς Thuc.; τὸ πλῆθος Plut.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παρα-θαρρύνω ook παραθαρσύνω moed inspreken, bemoedigen:. π. τοὺς δυνατοὺς τῶν πραγμάτων ἀντιλαμβάνεσθαι de aristocraten aanmoedigen de macht in handen te nemen Plut. Alc. 26.1.