φροντιστήριον
Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur
English (LSJ)
τό, A place for meditation, thinking-shop, ψυχῶν σοφῶν φροντιστήριον, of Socrates' school, Ar.Nu.94, al.; monastic community of Indian sages, Philostr.VA3.50, 6.6: generally, school, study, Luc.Ner.1, Poll.4.41; lecture-room, auditorium, Procop.Gaz.Ep.114. 2 = Lat. Curia (as if from cura), D.C.Fr.5.8. 3 law-court, PLips.38.14 (iv A.D.).
German (Pape)
[Seite 1309] τό, ein Ort, wo gedacht, geforscht wird, komisch bei Ar. Nubb. 94. 128 von der Denkerei oder der Studirstube des Sokrates; Studirzimmer auch Luc. Nero 2; Hörsaal, Schule; – D. Cass. übersetzt so das röm. curia.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
lieu de méditation ; cabinet de travail, salle d'étude (cogito-pensoir).
Étymologie: φροντίζω.
Russian (Dvoretsky)
φροντιστήριον: τό
1) место для размышлений Arph.;
2) комната для занятий, рабочий кабинет Luc.
Greek (Liddell-Scott)
φροντιστήριον: τό, τόπος πρὸς μελέτην, μελετητήριον, οἱονεὶ ἐργαστήριον φροντίδων ἢ σκέψεων, ὡς καλεῖται ἡ κατὰ φαντασίαν σχολὴ τοῦ Σωκράτους ἐν Ἀριστοφ. Νεφ. 94, 128, 142, 181, 1487· ― καθόλου, σχολή, σπουδαστήριον, Λουκ. Νέρ. 1, Πολυδ. Δϳ, 41. 2) Δίων ὁ Κάσ. συνήθως δι’ αὐτοῦ μεταφράζει τὸ Ῥωμαϊκὸν Curia, (ὅπερ ἐτυμολογεῖ ἐκ τοῦ cura), Ἐκλογ. 1. 36. 3) μοναστήριον, Εὐαγγ. Ἐκκλ. Ἱστ. 1. 21· φρ. μοναχῶν Ἰω. Γενέσ. 70. 18.
Greek Monotonic
φροντιστήριον: τό, μέρος για μελέτη, μελετητήριο, σχολείο, σε Αριστοφ., Λουκ.
Middle Liddell
φροντιστήριον, ου, τό,
a place for meditation, a thinking shop, school, Ar., Luc. [from φροντιστής