ἀνόρεκτος

From LSJ
Revision as of 18:00, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

κάμψαι διαύλου θάτερον κῶλον πάλινbend back along the second turn of the race, turning the bend and coming back for the second leg of the double run, run the homeward course, retrace one's steps

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνόρεκτος Medium diacritics: ἀνόρεκτος Low diacritics: ανόρεκτος Capitals: ΑΝΟΡΕΚΤΟΣ
Transliteration A: anórektos Transliteration B: anorektos Transliteration C: anorektos Beta Code: a)no/rektos

English (LSJ)

ον, A without appetite for, ἀπολαύσεως Arist.VV1250b9; ἡδονῆς Andronic. Rhod.p.576 M.; περὶ τὰς ἀπολαύσεις Arist.VV1250a8: abs., Sor.1.24, Plu.2.460a, etc. Adv. ἀνορέκτως, ἔχειν Gal.10.576. II Pass., not desired, of food, Plu.2.664a.

Spanish (DGE)

-ον
I 1que no tiene apetito c. gen. αἰσχρᾶς ἡδονῆς Arist.VV 1250b9, Andronic.Rhod.p.576, φαύλων ἡδονῶν Arist.VV 1250a8, σιτίων Plu.2.460a
abs. στόμαχος Sor.16.7
abs. individuo que no tiene deseo de orinar, Pelagon.140.
2 fig. displicente ἀνορέκτους παρέχειν τὰς ἀκοὰς τῷ ... νόμῳ hacer oídos sordos a la ley Const.Or.S.C. en Eus.M.20.1269C.
II que no es apetecido τὸ δὲ ἀπαθὲς ἀνήδονον πάντῃ καὶ ἀνόρεκτον Dam.in Phlb.86
subst. τὸ ἀ. Plu.2.664a.
III adv. -ως sin apetito ἀνορέκτως ἔχειν Gal.10.576.

German (Pape)

[Seite 241] ohne Verlangen, ohne Appetit, Galen.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 sans appétit, sans désir;
2 non désiré.
Étymologie: , ὀρέγω.

Russian (Dvoretsky)

ἀνόρεκτος:
1) не имеющий желаний, лишенный потребностей (τινος и περί τι Arst.);
2) не имеющий аппетита (οἱ νοσοῦντες Plut.);
3) не возбуждающий аппетита Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνόρεκτος: -ον, ὁ μὴ ἔχων ὄρεξιν, μ. γεν., πάσης ἀπολαύσεως αἰσχράς ἡδονῆς ἀνόρεκτον Ἀριστ. περὶ ἀρετ. 4, 5· μετ’ αἰτ. ἀνόρεκτοι περὶ τὰς ἀπολαύσεις τῶν φαύλων ἡδονῶν αὐτόθι 2. 1· ἀπολ., Πλούτ. 2. 460Α: ― Ἐπίρρ. -έκτως, ἀνορέκτως ἔχειν Ἀλέξ. Τραλλ. 6. 2, σ. 102. ΙΙ. τὸ ἀνόρεκτον, τὸ μὴ κινοῦν τὴν ὄρεξιν, Πλούτ. 2. 664Α.

Greek Monolingual

κ. ανόρεχτος, -η, -ο (Α ἀνόρεκτος, -ον)
1. αυτός που δεν έχει όρεξη για φαγητό
2. απρόθυμος, κακόκεφος, κακοδιάθετος
νεοελλ.
(Σημειολ.) αυτός που πάσχει από ανορεξία
αρχ.
(με παθ. σημ.) ανεπιθύμητος.