διακορέω
From LSJ
ὅτι χρὴ τοῦ μέλιτος ἄκρῳ δακτύλῳ, ἀλλὰ μὴ κοίλῃ χειρὶ γεύεσθαι → that honey should be tasted with the fingertip and not by the handful
English (LSJ)
= διακορεύω (deflower), Luc. Tox. 25 ; — Pass., Ael. NA 11.16.
Spanish (DGE)
desvirgar, desflorar με διεκόρησεν οὖσαν ἑπτέτιν Ar.Th.480, Apolo a Evadne, Sch.Pi.O.6.46c, cf. Luc.Tox.25, en v. pas. Ael.NA 11.16, Sch.Theoc.2.66-68b, 7.78-79a, Eust.643.23, Sud.
•en v. med. mismo sent. Lex.Vind.s.u. διεκορήσατο.
German (Pape)
[Seite 583] dasselbe, Luc. D. mar. 13, 1; διεκόρη. σας τὴν παῖδα Ael. H. N. 11, 16.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
violer une jeune fille.
Étymologie: διά, κόρη.
Syn. διαπαρθενεύω.
Greek (Liddell-Scott)
διακορέω: (κόρη) διαφθείρω κόρην, διαπαρθενεύω, Λουκ. Δ. Ἐναλ. 13. 1.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
διακορέω [διά, 2 κορέω] ontmaagden.