συγκλέπτω

From LSJ
Revision as of 22:15, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")

διὰ λαμπροτάτου βαίνοντες ἁβρῶς αἰθέρος → passing lightly through clear-shining air (Euripides, Medea 829)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκλέπτω Medium diacritics: συγκλέπτω Low diacritics: συγκλέπτω Capitals: ΣΥΓΚΛΕΠΤΩ
Transliteration A: synkléptō Transliteration B: synkleptō Transliteration C: sygklepto Beta Code: sugkle/ptw

English (LSJ)

A steal along with, μετά τινος Antipho 6.35; τὰς ψήφους S.E.M.2.39. II deceive, elude, σ. τὴν γνώμην καὶ τὴν ὄψιν αἱ ῥαφαί Hp.VC12.

German (Pape)

[Seite 968] mit stehlen; μετά τινος, Antiph. 1, 35; Hippocr.

French (Bailly abrégé)

1 voler de complicité avec;
2 tromper à la fois.
Étymologie: σύν, κλέπτω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συγ-κλέπτω misleiden, bedriegen.

Russian (Dvoretsky)

συγκλέπτω: украдкой похищать (τὰς ψήφους Sext.).

Greek Monolingual

Α
1. κλέβω από κοινού («τοῦ ὑπογραμματέως τῶν θεσμοθετῶν μεθ' οὗπερ συνέκλεπτον», Αντιφ.)
2. εξαπατώ («συγκλέπτουσι τὴν γνώμην καὶ τὴν ὄψιν αἱ ῥαφαί», Ιπποκρ.).

Greek Monotonic

συγκλέπτω: μέλ. -ψω, κλέβω από κοινού με κάποιον, σε Αντιφών.

Greek (Liddell-Scott)

συγκλέπτω: κλέπτω ὁμοῦ, μετά τινος Ἀντιφῶν 145. 27˙ τὰς ψήφους Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 2. 39. ΙΙ. ἐξαπατῶ, ἀπατῶ, αἱ ῥαφαὶ σ. καὶ τὴν ὄψιν καὶ τὴν γνώμην Ἱππ. Κεφ. Τρωμ. 903.

Middle Liddell

fut. ψω
to steal along with, Antipho.