σκελιφρός
νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin
English (LSJ)
(in Erot. with v.l. σκελεφρός), ά, όν, dry, parched, lean, dry or lean looking, Hp.Aër.4, v.l. in Art.8; Att. σκληφρός (q.v.).
German (Pape)
[Seite 891] trocken, dürr, hager, Hippocr. u. Sp., auch σκελεφρός geschrieben.
French (Bailly abrégé)
ά, όν :
desséché, décharné.
Étymologie: σκέλλω.
Greek (Liddell-Scott)
σκελιφρός: (παρὰ τῷ Ἐρωτιαν. σκελεφρός), ά, όν, ξηρός, κατάξηρος, κάτισχνος, Ἱππ. π. Ἀέρ. 282, π. Ἄρθρ. 785· Ἀττ. σκληφρός, ὃ ἴδε.
Greek Monolingual
και δ. γρφ. σκελεφρός, -ά, -όν, Α
1. αποξηραμένος
2. ξηρός, κατάξηρος
3. κάτισχνος («τοὺς...ἀνθρώπους εὐτόνους τε καὶ σκελιφροὺς... εἶναι», Ιπποκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκέλλομαι «είμαι ξηρός» (βλ. λ. σκέλλω), πιθ. κατ' επίδραση τών τ. σκληφρός, στιφρός].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σκελιφρός -ά -όν [σκέλλω] droog, mager.