σκελιφρός

From LSJ
Revision as of 08:55, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκελιφρός Medium diacritics: σκελιφρός Low diacritics: σκελιφρός Capitals: ΣΚΕΛΙΦΡΟΣ
Transliteration A: skeliphrós Transliteration B: skeliphros Transliteration C: skelifros Beta Code: skelifro/s

English (LSJ)

(in Erot. with v.l. σκελεφρός), ά, όν, dry, parched, lean, dry or lean looking, Hp.Aër.4, v.l. in Art.8; Att. σκληφρός (q.v.).

German (Pape)

[Seite 891] trocken, dürr, hager, Hippocr. u. Sp., auch σκελεφρός geschrieben.

French (Bailly abrégé)

ά, όν :
desséché, décharné.
Étymologie: σκέλλω.

Greek (Liddell-Scott)

σκελιφρός: (παρὰ τῷ Ἐρωτιαν. σκελεφρός), ά, όν, ξηρός, κατάξηρος, κάτισχνος, Ἱππ. π. Ἀέρ. 282, π. Ἄρθρ. 785· Ἀττ. σκληφρός, ὃ ἴδε.

Greek Monolingual

και δ. γρφ. σκελεφρός, -ά, -όν, Α
1. αποξηραμένος
2. ξηρός, κατάξηρος
3. κάτισχνος («τοὺς...ἀνθρώπους εὐτόνους τε καὶ σκελιφροὺς... εἶναι», Ιπποκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκέλλομαι «είμαι ξηρός» (βλ. λ. σκέλλω), πιθ. κατ' επίδραση τών τ. σκληφρός, στιφρός].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σκελιφρός -ά -όν [σκέλλω] droog, mager.