καλωστρόφος
From LSJ
οὐκ ἔστι λέουσι καὶ ἀνδράσιν ὅρκια πιστά → there are no pacts between lions and men, between lions and men there are no oaths of faith, there can be no covenants between men and lions
English (LSJ)
ὁ, rope-twister, rope-maker, ropemaker, Plu.Per.12.
German (Pape)
[Seite 1315] ὁ, = καλοστρόφος, w. m. s.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
cordier.
Étymologie: κάλως, στρέφω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καλωστρόφος -ου, ὁ [κάλως, στρέφω] touwslager.
Russian (Dvoretsky)
καλωστρόφος: ὁ канатчик Plut.
Greek (Liddell-Scott)
κᾰλωστρόφος: ὁ, ὁ συστρέφων, κατασκευάζων σχοινία, Πλουτ. Περικλ. 12.
Greek Monolingual
ο (Α καλωστρόφος)
αυτός που πλέκει χοντρά σχοινιά, σχοινοπλόκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάλως, ὁ + -στρόφος (< στρόφος < στρέφω), πρβλ. οιακοστρόφος, σχοινοστρόφος.
Greek Monotonic
κᾰλωστρόφος: ὁ, (στρέφω), αυτός που κατασκευάζει σχοινιά, σε Πλούτ.